ὑπεργέλοιος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὑπεργέλοιον, above measure ridiculous, D.19.211.
German (Pape)
[Seite 1193] über die Maaßen lächerlich, Dem. 19, 211.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
par trop ridicule ou risible.
Étymologie: ὑπέρ, γέλοιος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεργέλοιος: необыкновенно смешной, смехотворный (τὸ πρᾶγμα Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεργέλοιος: -ον, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν γελοῖος, Δημ. 406 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
-ον, Α γελοῖος
τελείως γελοίος.
Greek Monotonic
ὑπεργέλοιος: -ον, υπέρμετρα γελοίος, σε Δημ.
Middle Liddell
ὑπερ-γέλοιος, ον,
above measure ridiculous, Dem.