ὑπόκωφος
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ὑπόκωφον,
A somewhat deaf, rather deaf, Hp.Coac.172, Ar.Eq. 43, Pl.Prt. 334d, R.488b.
II absurd, foolish, σφόδρα ὑπόκωφον προσπίπτειν ἔοικε (sc. the reading συναγείρεται in Il.15.680) Philem. Lex. ap. Porph. ad Il.p.287 S., cf. Phld.Rh.1.330 S.
German (Pape)
[Seite 1222] etwas stumpf, bes. taub; Ar. Equ. 43; Plat. Prot. 334 d; Arist. rhet. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
un peu sourd.
Étymologie: ὑπό, κωφός.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόκωφος: глуховатый, тугоухий Arph., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόκωφος: -ον, ὀλίγον τι κωφός, ἐπιεικῶς κωφός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 43, Πλάτ. Πρωτ. 334D, Πολ. 488Β. ΙΙ. ἡμίφωνος, Πορφυρ. Ὁμ. Ἐρωτ. 8.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόκωφος, -ον, ΝΜΑ κωφός
(για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από βάθος, βαθύς
μσν.-αρχ.
ο αμβλύς στην ακοή ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον γερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)
αρχ.
παράλογος, ασυνάρτητος.
επίρρ...
ὑπόκωφα Ν
(για ήχο) κατά τρόπο υπόκωφο.
Greek Monotonic
ὑπόκωφος: -ον, κάπως κουφός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
ὑπό-κωφος, ον,
somewhat deaf, Ar., Plat.