distress
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
vex, annoy: P. and V. λυπεῖν, ἀνιᾶν, δάκνειν, ὄχλον παρέχω, ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. πράγματα παρέχω, πράγματα παρέχειν (dat.), ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), ἀποκναίειν, Ar. and V. κνίζειν, πημαίνειν (also Plato but rare P.), τείρειν, V. ὀχλεῖν, γυμνάζειν, ἀλγύνειν; see vex.
be distressed: P. and V. βαρύνεσθαι, κάμνειν, πονεῖν, P. ἀδημονεῖν, ἀγωνιᾶν, κακοπαθεῖν, V. θυμοφθορεῖν, μογεῖν, ἀσχάλλειν (Dem. 555, but rare P.), ἀτᾶσθαι; see be vexed, under vex.
be in difficulties: P. and V. ἀπορεῖν, V. ἀμηχανεῖν (rare P.).
substantive
vexation: P. and V. λύπη. ἡ, ἀνία, ἡ, ἀχθηδών, ἡ.
sorrow, trouble: P. ταλαιπωρία, ἡ, κακοπάθεια, ἡ, V. ἆθλος, ὁ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ, δύη, ἡ, οἰζύς, ἡ, ὀϊζύς, ἡ, Ar. and V. πόνος, ὁ, ἄχος, τό.
difficulty, perplexity: P. and V. ἀπορία, ἡ.