rígido
From LSJ
Spanish > Greek
ἀπόκροτος, αὐτοπαγής, δύσκαμπτος, δυσκαμπής, δύσλυτος, ἄτροπος, ἀστραβής, ἀστεργής, δύσεικτος, ἀνεύθυντος, ἀκαμπής, ἀπαρέγκλιτος, ἄστρεπτος, ἀδιάστροφος, ἀντίτυπος, ἄκαμπτος, ἀκατάκλαστος, ἀστραφής, αὐθέκαστος, ἀνένδοτος