vermengen

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

German > Latin

vermengen, s. vermischen.

Dutch > Greek

κεράννυμι, κοινόω, συγκεράννυμι, συμμείγνυμι, συμφύρω