ανάδοση

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀνάδοσις)
(για φυτά) ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση
νεοελλ.
1. υγρασία που αναδίδεται από τη γη, ικμάδα
2. πρωινή δροσιά
αρχ.
1. (για φωτιά, άνεμο, νερό κ.ά.) ξέσπασμα, έκρηξη, ανάβλυση, ξεπήδημα
2. εκπνοή
3. (για τροφή) κατανομή, αφομοίωση
4. έμπνευση, παρόρμηση
5. (για γνώσεις) αφομοίωση, εμπέδωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναδίδωμι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναδοσιά Ι].