βράση

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM βράσις) βράσσω
βρασμός, κόχλασμα
μσν.- νεοελλ.
1. πυρετός
2. η ακμή, το αποκορύφωμα μιας κατάστασης («στη βράση του πολέμου»)
νεοελλ.
1. πολύ ζεστός καιρός
2. πυράκτωση μετάλλου μέχρι βαθμού από όπου αρχίζει η τήξη
3. φρ. α) «είναι στη βράση του» — είναι πολύ νέος
β) «στη βράση κολλάει το σίδερο» — κάθε τι πετυχαίνει όταν γίνεται την κατάλληλη στιγμή.