βράση
Greek Monolingual
η (AM βράσις) βράσσω
βρασμός, κόχλασμα
μσν.- νεοελλ.
1. πυρετός
2. η ακμή, το αποκορύφωμα μιας κατάστασης («στη βράση του πολέμου»)
νεοελλ.
1. πολύ ζεστός καιρός
2. πυράκτωση μετάλλου μέχρι βαθμού από όπου αρχίζει η τήξη
3. φρ. α) «είναι στη βράση του» — είναι πολύ νέος
β) «στη βράση κολλάει το σίδερο» — κάθε τι πετυχαίνει όταν γίνεται την κατάλληλη στιγμή.