αμύσσω

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀμύσσω και -ττω (Α)
1. σχίζω, γρατσουνώ, κομματιάζω
2. κατασπαράζω, ξεσχίζω, κατακρεουργώ
3. (για κάθε ελαφρό και επιπόλαιο τραύμα που προκαλείται από οποιαδήποτε αιτία) κεντώ, τσιμπώ
4. ξεσχίζω από πόνο, θλίψη, θλίβω, κάνω να σπαράζει
5. Ιατρ. χαράζω, τέμνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυχ-. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. να σχετίζεται με το λατ. mucrō «κοφτερή αιχμή, ξίφος» (< επίθ: ΙΕ mukros «οξύς, μυτερός, σουβλερός») και το λιθουαν. mušti «κτυπώ».
ΠΑΡ. αμυχή αρχ. ἄμυγμα, ἀμυγμός, ἀμύξ, ἄμυξις, ἀμυντικός, ἀμυχμός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐπισκαφδαμύσσω, καρδαμύσσω, καταμύσσω, παραμύσσω, προσαμύσσω, σκαρδαμύσσω.