αναστέλλω

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἀναστέλλω)
έλκω προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω
(νεοελλ.-μσν.) διακόπτω, σταματώ
μσν.
παραλύω μια σωματική ικανότητα
αρχ.
1. αναγκάζω σε υποχώρηση
2. μέσ. α) ανασηκώνω και ζώνω το ένδυμά μου
β) αποχωρώ, μένω πίσω
γ) προσποιούμαι, υποκρίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + στέλλω.
ΠΑΡ. ανασταλτικός, αναστολή
μσν.- νεοελλ.
ανάσταλμα
νεοελλ.
ανασταλτήριος, ανασταλτός, αναστολέας].