ανόπαια

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀνόπαια επίρρ. (Α)
προς τα επάνω, προς τον ουρανό, ψηλά στον αέρα (δίνονται όμως και άλλες ερμηνείες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά άπαξ στον Όμηρο. Προβληματικός τύπος, που είχε ήδη απασχολήσει τους αρχαίους γραμματικούς. Ο Ηρωδιανός γράφει ανοπαία και αποδίδει στη λ. τη σημασία «αόρατα» (επίρρημα συνθ. < ανα + όπτομαι, οπτός), η οποία όμως θεωρείται ότι προέκυψε από παρετυμολογία. Ασαφής φαίνεται επίσης η ερμηνεία του Ευσταθίου «στον αέρα» και η σύνδεση με τα τοπ. «άνω, ανωφερές». Κατά τον Αρίσταρχο ανόπαια ή πανόπαια «είδος αετού» (πρβλ. εβραϊκό ănāphā «ερωδιός». Επικρατέστερη θεωρείται η άποψη του Worner, που θεωρεί τη λ. ως σύνθετο εκ συναρπαγής ανόπαια (< ἀνὰ τῇ ὀπῇ) «ψηλά μέσα απ' την καμινάδα», συνδέοντας το με το επίθ. της φωτιάς ανόπαιος (Εμπεδοκλής), ερμηνεία που συμφωνεί με εκείνη άγνωστου αρχαίου γραμματικού κατά την οποία ανόπαια < αν'οπαία (ανά οπήν). Τέλος, εξαιτίας του τελικού (κατάλ. πληθ. ουδ.) ο τ. χαρακτηρίζεται ως επίρρημα και όχι ως επίθετο θηλ. γένους].