είκω
Greek Monolingual
εἴκω (Α)
1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
2. παραμερίζω σε ένδειξη τιμής
3. υποχωρώ, παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος ή ορμή
4. (για καταστάσεις) ενδίδω, υποκύπτω στις περιστάσεις
5. (με γεν.) αποχωρώ από μια θέση
6. (μτβ.) παραδίνω, αφήνω, επιτρέπω
7. απρόσ. επιτρέπεται, είναι δυνατό
8. φρ. «εἴκω τινί τι» — είμαι κατώτερος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα είκω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα weik- «λυγίζω, στρίβω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. vijate «φεύγω», που αποτελεί συνεσταλμένη βαθμίδα της αρχικής ρίζας καθώς και με αγγλοσαξ. wīcan «υποχωρώ» και αρχ. γερμ. wīhhan «υποχωρώ», τα οποία όμως ανάγονται σε ΙΕ ρίζα weig-. Τόσο η ρίζα weik- όσο και η ρίζα weig- αποτελούν προϊόντα παρεκτάσεως από μια αρχική ρίζα wei-].