εισαγωγή

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM εἰσαγωγή)
1. η μεταφορά εμπορευμάτων από ξένη χώρα
2. το να τοποθετηθεί κάτι μέσα σε κάτι άλλο
3. ο πρόλογος ή τα εισαγωγικά, ενημερωτικά στοιχεία βιβλίου, άρθρου, θεατρικού έργου κ.λπ.
4. η παρουσίαση και προώθηση υποθέσεων για εκδίκαση στο δικαστήριο, τη βουλή, συμβούλια κ.λπ.
5. στοιχειώδης, ενημερωτική πραγματεία
μσν.- νεοελλ.
προπαίδευση, μύηση
αρχ.
1. εγγραφή θετών γιων ως κληρονόμων
2. εγγραφή παιδιών στη φρατρία
3. πορθμός στην είσοδο λιμανιού.