ευάγωγος
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐάγωγος, -ον)
αυτός που άγεται, οδηγείται εύκολα, ευκολομεταχείριστος, ευκολοκυβέρνητος, ευπειθής
νεοελλ.
1. αυτός που πείθεται εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. το ευάγωγο
η ιδιότητα του ευαγώγου, του ευπειθούς, αυτού που έχει καλή αγωγή
3. αυτός που έχει καλή και επιμελημένη αγωγή, ο καλοαναθρεμμένος
αρχ.
1. (για ίππο) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα
2. αυτός που εύκολα αποχωρεί από το σώμα («εὐαγωγότατος χυμός», Γαλ.)
3. (για τον Νείλο) ο χρήσιμος, αυτός που παρέχει ευκολίες στο εμπόριο
4. (για φωνή) αυτός που σύρεται εύκολα
5. (για άγαλμα) αυτός που έχει καλή, ευάρεστη μορφή
6. (για έδαφος ή για αγρό) α) αυτός που καλλιεργείται εύκολα
β) αυτός που είναι ευχάριστος για διαμονή
7. άνετος, βολικός («εὐάγωγοι ἐνδιαιτήσεις», Φίλ.).
επίρρ...
εὐαγώγως (Α)
1. με πνεύμα διευκολύνσεως ή συμβιβασμού
2. ευαγώς (βλ. ευαγής I).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγωγος (< άγω), πρβλ. δυσ-άγωγος. Το ρ. ευάγω είναι πολύ μεταγενέστερο].