ἠχέτης
English (LSJ)
ου, ὁ, Ep. ἠχέτᾰ, Dor. ἀχέτας, ἀχέτᾰ, (ἠχέω)
A clear-sounding, musical, shrill, δόναξ ἀχέτας A.Pr.575 (lyr.); κύκνος E.El.151 (lyr.); epith. of the cicada, chirping, ἠχέτα τέττιξ Hes.Op.582, AP 7.201 (Pamphil.); ἀχέτατ. ib.213 (Arch.): abs., ἀχέτας, ὁ, the chirper, i.e. the male cicada, Anan.5.6, Ar.Pax1159 (lyr.), Av.1095 (lyr.), cf. Arist.HA532b16,556a20: Orph.A.1250 has Ep.acc. ἠχέτα πορθμόν the sounding strait.
German (Pape)
[Seite 1180] ὁ, laut, hell tönend, nur in der Form ἀχέτας, s. oben.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχέτης: -ου, ὁ, Ἐπ. ἠχέτᾰ, Δωρ. ἀχέτας, ἀχέτᾰ (ἠχέω)· - καθαρῶς ἠχῶν, εὔηχος, ὀξύφωνος, Λίνος, Πίνδ. Ἀποσπ. 103* ἐκδ. Donalds.· δόναξ ἀχέτας Αἰσχύλ. Πρ. 575· κύκνος Εὐρ. Ἠλ. 151· - ὡς ἐπίθ. τοῦ τέττιγος, τερετίζων, ἠχέτα τέττιξ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 580, Ἀνθ. Π. 7. 201· ἀχέτα τ. αὐτόθι 213· καὶ ἀπολ., ἀχέτας, ὁ, ὁ ᾄδων, δηλ. ὁ ἄρρην τέττιξ, Ἀνάν. 1, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1159. Ὄρν. 1095, πρβλ. Ἀριστ. Ι. Ζ. 4. 7, 13., 5. 30, 2· - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1256 κεῖται ἑτερόκλ. αἰτιατ. ἠχέτα πορθμόν, ἠχοῦντα πορθμόν.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
sonore ; abs. ὁ ἀχέτας dor. « l’insecte sonore », la cigale.
Étymologie: ἠχέω.
Syn. ἀκανθίας, βάβαξ, λακέτας, τέττιξ.
Greek Monolingual
ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α)
1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός
2. καλλίφωνος, οξύφωνος
3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» — ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.)
4. (ως ουσ. κατά παράλ. του τέττιξ) ο αρσενικός τζίτζικας («ἡνίκ' ἄν ἀχέτας ᾄδη τὸν ἡδὺν νόμον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ηχώ (ή ηχή) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευν-έτης, οφειλ-έτης)].