κηδεστής
English (LSJ)
Dor. κᾱδεστάς AP7.712 (Erinna), οῦ, ὁ: (κῆδος, κηδεύω): —
A connexion by marriage, Pl.Lg.773b, X.Mem.1.1.8, Arist. Pol.1312b16, Cerc.17.25 (pl.), Ph.2.555 (pl.), etc.; esp. 1 son-in-law, Antipho 6.12, Isoc.10.43. 2 father-in-law, Ar.Th.74, 210, D.19.118, etc.; also, step-father, Id.36.31. 3 brother-in-law, E. Hec.834, And.1.50, Lys.13.1, Is.6.27, D.30.12, Timae.84.
German (Pape)
[Seite 1429] ὁ, Jeder durch Heirath Verwandte, Verschwägerte, Plat. Legg. VI, 773 b; – Schwiegersohn, Antiph. 6, 12, Πάρις ἐπεθύμησε Διὸς γενέσθαι καὶ κληθῆναι κηδεστής Isocr. 10, 42, Plut. Pericl. 11 u. A.; – Schwiegervater, Ar. Th. 74, Andoc. 4, 15, D. Hal. 4, 28; – Schwager, sowohl Frauenbruder, Eur. Hec. 834 Lys. 13, 1 u. 40 Andoc. 1, 50, als Mannesbruder, Dem. 30, 12 u. A.; – auch Stiefvater, Dem. 36, 31. – An vielen Stellen tritt der eigentliche Verwandtschaftsgrad nicht deutlich hervor. Vgl. κηδεμών.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεστής: -οῦ, ὁ, (κῆδος, κηδεύω) συγγενὴς ἐξ ἀγχιστείας ἢ ἐξ ἐπιγαμίας, Λατ. affinis, Πλάτ. Νόμ. 773Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 8, κτλ.· ― ἰδίως, 1) γαμβρός, Ἀντιφῶν 142. 43, Ἰσοκρ. 216C. 2) πενθερός, Ἀριστ. Θεσμ. 74. 210, Δημ. 377. 6, κτλ.· ὡσαύτως, «μητρυιός», ὁ αὐτ. 954. 7. 3) ἀνδράδελφος ἢ γυναικάδελφος, Εὐρ. Ἑκ. 834 Ἀνδοκ. 7. 36, Λυσ. 129. 40, πρβλ. 133. 24, Δημ. 867. 12, Τίμαιος 84.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. tout parent par alliance;
II. particul.
1 beau-père;
2 beau-frère, mari de la sœur ou frère de la femme;
3 gendre, beau-fils;
4 beau-père, second mari de la mère.
Étymologie: κήδομαι.
Greek Monolingual
ο (Α κηδεστής, -οῡ, δωρ. τ. καδεστάς)
συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος
αρχ.
(ειδικότερα)
1. γαμπρός, σύζυγος της θυγατέρας ή της αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» — θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός του Διός, Ισοκρ.)
2. πεθερός («τῷ δὲ κηδεστής ἐκεῑνος» — εκείνος είναι πεθερός του, Δημοσθ.
3. μητριός
4. ανδράδελφος ή γυναικάδελφος, κουνιάδος («κηδεστὴς γάρ μοι ἦν Διονυσόδωρος» — γιατί ο Διονυσόδωρος ήταν αδελφός της γυναίκας μου, Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κηδεσ- του κήδος + κατάλ. -της (πρβλ. ακρηστής, αργεσ-στής)].