λασπώνω

Revision as of 07:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

λασπώνω) λάσπη
1. λερώνω με λάσπες («λάσπωσα τα παπούτσια μου»)
2. μτφ. προσβάλλω την υπόληψη κάποιου, κατασπιλώνω
νεοελλ.
1. επιχρίω επιφάνεια, ιδίως τοίχου, με τεχνητή λάσπη κατά την οικοδόμηση
2. γεμίζω με λάσπες («λάσπωσα ώς τα γόνατα»)
3. γίνομαι πολτώδης σαν τη λάσπηπάλι λάσπωσε το ρύζι»)
4. φρ. α) «λάσπωσε η δουλειά» — η υπόθεση ήλθε σε αδιέξοδο ή περιεπλάκη
β) «τά λάσπωσε» — έφερε την υπόθεση σε αδιέξοδο, τά 'κανε θάλασσα.