λιμοκτονώ
Greek Monolingual
(AM λιμοκτονῶ, -έω)
πεθαίνω από πείνα, από ασιτία
νεοελλ.
στερούμαι τα αναγκαία προς το ζην, είμαι πάμπτωχος
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) λιμοκτονοῡμαι, -έομαι
α) υποφέρω από λιμό
β) προκαλώ λιμοκτονία, κάνω κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε ασιτία
αρχ.
θεραπεύω κάποιον επιβάλλοντάς του αυστηρή δίαιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -κτονῶ (< -κτόνος < κτείνω), πρβλ. ξενο-κτονώ, τεκνο-κτονώ].