μπάρμπας
Greek Monolingual
ο (Μ μπάρμπας και μπάρπας και πάρπας)
αδελφός της μητέρας ή του πατέρα, θείος («πήγα στη θεία μου για ψωμί, στο μπάρμπα για παπούτσια, η θεία μου μ' είδε κι' έκλεισε, ο μπάρμπας μ' αμπαρώνει», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. προσηγορικό κατά την προσφώνηση ηλικιωμένων ανθρώπων ως ένδειξη σεβασμού σε συνεκφορά με το κύριο όνομα («αν πέθαινε ο μπάρμπα-Μοναχάκης, θα σ' έπαιρνα», Παπαδ.)
2. φρ. α) «έχει μπάρμπα στην Κορώνη» — έχει πολύ ισχυρά πολιτικά μέσα
β) «δώσε μου και μένα, μπάρμπα!» — λέγεται για άριστης ποιότητας εμπόρευμα που διαλαλείται από πλανόδιο, συνήθως, πωλητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. σημ. «γενειοφόρος» < ιταλ. barba «γενειάδα» και μεταφορικά «ηλικιωμένος, σεβάσμιος άνθρωπος» < λατ. barba «γενειάδα»].