ξεδιαλύνω

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ξεδιαλύνω και ἐξεδιαλύνω και ξεδιαλύω)
καθιστώ κάτι ευνόητο, αποσαφηνίζω, εξηγώ, ερμηνεύω («μα δεν κατέχω, ίντα λογής να ξεδιαλύνω τούτο», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. ξεκαθαρίζω, διαλέγωξεδιαλύνω το σιτάρι από την ήρα»)
2. (για όνειρο) γίνομαι ευκρινές ως προς τη σημασία μου, βγαίνω αληθινό
3. εξιστορώ διεξοδικά, περιγράφω
4. λύνω τις διαφορές μου με κάποιον
μσν.
1. (για μαλλιά) ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω
2. μεταφράζω
3. αποβαίνω, καταλήγω σε κάτικάμε το, κυράτσα μου, κι εἰς τὸν Θεὸν σ' ὀμνέγω νὰ ξεδιαλύνει σὲ καλὸν ἡ ἐρμήνεια ἡ ἐδικὴ μου», Ευγέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)- + διαλύνω].