πράσο

Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το / πράσον, ΝΑ
βοτ. κοινή σήμερα ονομασία του, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, διετούς ποώδους φυτού Αllium porrum, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες και χρησιμοποιείται στη μαγειρική και του οποίου ο χυμός είναι διουρητικός ενώ το μαλακτικό σιρόπι του είναι αντιβηχικό φάρμακο
νεοελλ.
φρ. «τον έπιασαν στα πράσα» — τον έπιασαν επ' αυτοφόρω τη στιγμή που έκανε κάτι (συνήθως κακό)
αρχ.
1. βοτ. θαλάσσιο φυτό που απαντά στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό
2. παροιμ. φρ. «φύλλῳ πράσου τὸ τῶν ἐρώντων συνδέεται βαλάντιον» — το βαλάντιο, η τσέπη, τών ερωτιάρηδων συνδέεται με ένα πρασόφυλλο (Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρόκειται για δάνειο μεσογειακής προέλευσης, παράλληλο με το λατ. porrum «πράσο». Η αναγωγή του ελλ. πράσον και του λατ. porrum σε ΙΕ τ. prsom προσκρούει σε μορφολογικά προβλήματα, όπως είναι η διατήρηση του ενδοφωνηεντικού -σ- (πρβλ. δασύς και λατ. densus)].