συγκράτηση
Greek Monolingual
η / συγκράτησις, -ήσεως, ΝΑ συγκρατῶ
αναχαίτιση, παρεμπόδιση, ανακοπή πορείας ή λειτουργίας, σταμάτημα («δεν επιτεύχθηκε ακόμη η συγκράτηση του πληθωρισμού»)
νεοελλ.
1. στήριξη, υποστήριξη, στερέωση
2. επιφυλακτική στάση, επιφύλαξη
3. χαλιναγώγηση, ιδίως ορμών ή επιθυμιών
4. φρ. «συγκράτηση τιμών» — η σταθεροποίηση τών τιμών σε ορισμένο επίπεδο
αρχ.
1. σύνδεση, συγκόλληση
2. φρ. «συγκράτησις σπέρματος» — σύλληψη (Σωρ.).