φθίση
Greek Monolingual
η / φθίσις, -εως, ΝΜΑ, και φτίση Ν
1. σταδιακή ελάττωση, βαθμιαία μείωση, βαθμιαία εξαφάνιση
2. (για πρόσ.) ατροφία, αδυνάτισμα
3. φυματίωση τών πνευμόνων, χτικιό
νεοελλ.
φρ. «νωτιάδα φθίση»
ιατρ. βλ. νωτιάδα
αρχ.
1. (για τη σελήνη) η χάση
2. συστολή της κόρης τών ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐ- του ρ. φθίνω + κατάλ. -σις. Η λ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. ksi-ti- «εξαφάνιση, καταστροφή», ενώ η σύνδεση του λατ. sitis «δίψα» με την οικογένεια αυτή παραμένει αβέβαιη (βλ. και λ. φθίνω)].