ταξίδι

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ταξείδι, το / ταξίδιον και ταξείδιον ΝΜ
μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον, ιδίως μακρινό, με τη χρησιμοποίηση μέσου μεταφοράς
νεοελλ.
1. φρ. α) «αγύριστο ταξίδι»
μτφ. ο θάνατος
β) «καλό ταξίδι» — ευχή σε άτομο που πρόκειται να ταξιδέψει
γ) «γραφείο ταξιδίων» — πρακτορείο έκδοσης εισιτηρίων και παροχής υπηρεσιών σε ταξιδιώτες καθώς και διοργανώσεως ταξιδιών, ιδίως τουριστικών
δ) «επιτελικό ταξίδι»
στρ. παλαιός όρος για τη μελέτη πάνω σε χάρτη της οργάνωσης και της εκτέλεσης μιας πολεμικής επιχείρησης
2. παροιμ. φρ. «χωρίς λάδι, χωρίς ξίδι, / πώς θα κάμομε ταξίδι» — δηλώνει ότι δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση πλου χωρίς τα αναγκαία εφόδια
μσν.
1. εκστρατεία
2. πρόθεση, σκοπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξ-ις + υποκορ. κατάλ. -ίδι(ον) (πρβλ. τειχ-ίδιον). Η λ. στη Μεσαιωνική Ελληνική είχε αρχική σημ. «εκστρατεία» και δήλωνε, στη στρατιωτική ορολογία, τις μετακινήσεις του στρατού. Από τη σημ. αυτή η λ. χρησιμοποιείται στη Νέα Ελληνική για να δηλώσει κάθε είδους μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον και ιδίως για τουριστικούς λόγους. Οι τ., τέλος, ταξε-ίδιον και ταξειδεύω ανάγονται στη γενική τάξεως της λ. τάξις.