καταιτιάομαι

Revision as of 19:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A accuse, arraign, ἀλλήλους Hdt.6.14; τί σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ; Men.618; τινὰ περί τινος D.57.27; τινὰς ἀσεβείας D.C.68.1, cf. J.AJ8.13.3; τινα c. inf., Χρήματα εἰληφέναι D.C.Fr.104.3; τινος X.Cyr.6.1.4(v.l.): abs. in med.sense, accuse one another, Hdt.5.92.γ:—Pass., PTeb.64 (a).84 (ii B.C.).    2 c. acc. rei, lay something to one's charge, impute, ἀμαθίαν Th.3.42; καταιτιώμενος ταῦτα D.21.118.    II aor. 1 part. Pass. καταιτιαθείς in pass. sense, accused person, defendant, οἱ κ. Th.6.60, Plb.30.32.11; οἱ ἐκ τοῦ Περσικοῦ πολέμου κ. Id.3.5.4: c. inf., καταιτιαθεὶς ταῦτα πρᾶξαι X.HG1.1.32; so also οἱ κατῃτιαμένοι Plb.32.3.14; κατῃτιᾶσθαι τὴν κλοπήν D.S.4.31.

German (Pape)

[Seite 1351] dep. med., beschuldigen, anklagen; ἀλλήλων ἅπτοντο καταιτιώμενοι Her. 5, 92; εἰ γὰρ ἀμαθίαν κατῃτιῶντο Thuc. 3, 42; τινά τινος, wie ἀσεβείας D. Cass. 68, 1; – aor. pass. hat passive Bdtg, τοὺς καταιτιαθέντας ἀπέκτειναν Thuc. 6, 60; Xen. Hell. 1, 1, 32; Pol. 3, 5, 4; perf., 32, 7, 14; φήσας αὐτὸν ψευδῶς κατῃτιᾶσθαι τὴν κλοπήν. D. Sic. 4, 31.

Greek (Liddell-Scott)

καταιτιάομαι: μέλλ. -άσομαι ᾱ, Ἀποθ.:- ἐντελῶς αἴτιόν τινα νομίζω, ἀποδίδω εἰς αὐτὸν ἐνοχὴν κακοῦ, κατηγορῶ, ὀνειδίζω, τινα Ἡρόδ. 6. 14· τὶ σαυτὸν ἀδικῶν τὴν τύχην καταιτιᾷ; Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 116· καταιτιάσηται αὐτὸν ζῶντα Δημ. 1306. 28· τινα ἀσεβείας Δίων Κ. 68. 1· τινα, μετ’ ἀπαρ., κατῃτιᾶτο αὐτὸν χρήματα εἰληφέναι ὁ αὐτ. ἐν Exc. Peiresc. 128·- ἀπολ., ἐν μέσ. ἀλληλοπαθεῖ σημασίᾳ, κατηγορῶ ἀμοιβαίως καὶ κατηγοροῦμαι, ἀλλήλων ἥπτοντο καταιτιεύμενοι Ἡρόδ. 5. 92, 3. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐπιβάλλω τι ὡς κατηγορίαν ἐναντίον τινός, καταλογίζω, ἀμαθίαν Θουκ. 3. 42· καταιτιώμενος ταῦτα Δημ. 553, 7. ΙΙ. ἡ μετοχ. ἀορ. α΄ παθ. καταιτιαθεὶς εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, τοὺς καταιτιαθέντας ἀπέκτειναν Θουκ. 6. 60· τοὺς ἐκ τοῦ Περσικοῦ πολέμου κ. ἀπολύσαντες τῆς διαβολῆς Πολύβ. 3. 5, 4· μετ’ ἀπαρ., καταιτιαθεὶς ταῦτα πρᾶξαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 32· οὕτω καί, οἱ κατῃτιαμένοι Πολύβ. 32. 7, 14., 33. 1, 4· καὶ μετ’ αἰτ., φήσας αὐτὸν κατῃτιᾶσθαι τὴν κλοπήν, ὅτι εἶχε κατηγορηθῇ διὰ τὴν κλοπήν, Διόδ. 4. 31.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. καταιτιάσομαι, ao. au sens Pass. κατῃτιάθην, pf. κατῃτίαμαι;
1 au sens Act. accuser, faire des reproches : τινα ou τινος à qqn ; τι reprocher qch ; τινα περί τινος blâmer qqn de qch;
2 Pass. (à l’ao. et au pf.) être accusé : τι de qch.
Étymologie: κατά, αἰτιάομαι.

Greek Monotonic

καταιτιάομαι: μέλ. -άσομαι [ᾱ], αποθ.
I. 1. κατηγορώ, κατακρίνω, μέμφομαι, προσβάλλω, σε Ηρόδ., Δημ. — Μέσ., κατηγορώ και κατηγορούμαι, σε Ηρόδ.
2. με αιτ. πράγμ., αποδίδω κάτι σαν κατηγορία εναντίον κάποιου άλλου, καταλογίζω, ἀμαθίαν, σε Θουκ.
II. η Παθ. μτχ. αορ. αʹ καταιτιαθείς, χρησιμ. με Παθ. σημασία, κατηγορούμενος, εναγόμενος, στον ίδ., σε Ξεν.