ἐπαναστρέφω
English (LSJ)
intr.,
A turn back upon one, wheel round and return to the charge, Ar.Ra.1102, Th.4.130, 8.105, X.HG6.2.21:—Pass., Ar. Eq.244, X.Eq.Mag.8.25; εἴς τι Porph.Marc.13. II Pass., return to the surface, Arist.Fr.335. III Pass., to be charged upon, τῇ ἐμῇ περιουσίᾳ PMasp.151.136 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναστρέφω: ἀμετάβ., στρέφομαι ἐναντίον τινός, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1102· ἐπανέρχομαι, ἐπαναστρέψας Θουκ. 4. 130· οὕτως ἐν τῷ παθ., στρέφομαι ὅπως τεθῶ κατά τινος, ἀλλ’ ἀμύνου κἀπαναστρέφου πάλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 244· ἐπαναστρεφομένοις τοῖς πολεμίοις ἐμπίπτειν Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 25. ΙΙ. Παθητ., προσέτι, ἐπανέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 316.
French (Bailly abrégé)
1 se retourner sur ou vers, faire volte-face;
2 faire volte-face pour résister;
Moy. ἐπαναστρέφομαι;
1 m. sign.
2 revenir à la surface en se retournant.
Étymologie: ἐπί, ἀναστρέφω.
Greek Monolingual
(Α ἐπαναστρέφω) στρέφω
(αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφω
νεοελλ.
στρέφω κάτι προς τα πίσω, το ξαναγυρίζω
μσν.
1. (για ομιλία) επανέρχομαι
2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζω
αρχ.-μσν.
(για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση της κοίτης
αρχ.
1. στρέφομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου («χαλεπὸν oὖv ἔργον διαιρεῑν, ὅταν ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», Αριστοφ.)
2. βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
3. επιβάλλομαι, επιβαρύνω κάποιον.
Greek Monotonic
ἐπαναστρέφω: μέλ. -ψω, αμτβ., γυρίζω εναντίον κάποιου, στρέφομαι και επιστρέφω στην έφοδο, σε Αριστοφ., Θουκ.· ομοίως και στην Παθ., σε Αριστοφ.