ὠτειλή

Revision as of 02:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A wound, esp. a fresh, open wound, Il. (acc. to Ammon. Diff.pp.104,144, opp. οὐλή) ; δεῖξεν . . αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Il.5.870; αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξὠ. 11.266, cf. 17.297; δόρυ χάλκεον ἐξὠ. εἴρυσε 16.862; ὠτειλὴν . . δῆσαν ἐπισταμένως Od.19.456;—Aristarch. considered ὠτειλή as restricted in Hom. to a wound inflicted hand to hand, not by a missile, χαλκοτύπους ὠ. Il.19.25, and therefore he rejected as spurious 4.140, 149, cf. Sch.Il.4.140, 11.266, 18.351.    II after Hom. (esp. in Hp.) generally, wound, whether recent or not, κίνδυνος ἂν εἴη συρραγῆναι τὰς ὠ. Hp.Art.11; also, the mark of a wound, scar, ὅταν τὰ ἕλκεα ἐς ὠτειλὰς ἴῃ ibid., cf. Ruf.Ren.Ves. Praef.: ulcer, Gal.19.157:—once in X., τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν τὰς ὠτειλὰς [φανερὰς add. codd. plerique] εἶχεν An.1.9.6, cf. Plu.Cor. 14, 2.276d, Jul.Caes.309c. (Prob. fr. οὐτάω (so Sch.A Il.14.518); cf. οὐταμένη ὠτειλή Il.14.518, 17.86; Aeol. ὀτέλλα (sic) Jo.Gramm. Comp. (in Hoffmann Die griechischen Dialekteii.488); cf. γατειλαί (for ϝατ-) and βωτ[ε]άζειν).)

Greek (Liddell-Scott)

ὠτειλή: ἡ, τραῦμα, μάλιστα δὲ πρόσφατον, ἀνοικτὸν τραῦμα, Ἰλ. (κατὰ τὸν Ἀμμών. σ. 107, 150, ἀντίθετον τῷ οὐλή)· δεῖξεν δ’ ἄμβροτον αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς Ἰλ. Ε. 870· αἷμ’ ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτ. Λ. 266, πρβλ. Ρ. 297· δόρυ χάλκεον ἐξ ὠτ. εἴρυσε Π. 862, πρβλ. Ὀδ. Κ. 164· ὠτειλὴν.. δῆσαν ἐπισταμένως Ὀδ. Τ. 456 ― ὁ Ἀρίστρχ. ἐδέχετο ὅτι τὸ ὠτειλὴ σημαίνει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον τραῦμα προξενούμενον ἐν συμπλοκῇ ἐκ τοῦ συστάδην, δι’ ὅπλου ὃν ὁ πλήττων κρατεῖ εἰς τὴν χεῖρα καὶ οὐχὶ διὰ βέλους ἢ ἀκοντίου ῥιπτομένου, ὠτ. χαλκοτύπους Ἰλ. Τ. 25, διὸ ὠβέλιζεν ὡς νόθους τοὺς ἐν τῷ Δ. στίχ. 140, 149· ἴδε Lebrs Aristarch. 69. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ λέξις κυρίως ἀναφαίνεται ἐν τῷ Ἰων. πεζῷ λόγῳ τοῦ Ἱππ., παρ’ ὧ κεῖται ἐπὶ τῆς γενικῆς σημασίας τοῦ τραύματος εἴτε προσφάτου εἴτε μή, 788Α, κλπ.· ὡσαύτως σημεῖον ἰαθέντος τραύματος, οὐλή, 789C, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, = ἔλκος. Γαλην. Λεξ. Ἱπποκρ.· ― ἅπαξ παρὰ Ξεν., τὰς ὠτειλὰς εἶχε, τὰ σημεῖα τοῦ τραύματος, Ἀνάβ. 1. 9, 6· οὕτω, Πλουτ. Κοριολ. 14., 2. 276C. (Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐτάω, τρεπομένου τοῦ ου εἰς ω, ὡς ἐν τῇ Δωρικῇ διαλέκτῳ· πρβλ. οὐταμένη ὠτειλὴ Ἰλ. Ξ. 518, Ρ. 86).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
blessure :
1 dans Hom. blessure fraîche, ouverte;
2 blessure fermée, cicatrice en prose touj. en ce sens.
Étymologie: οὐτάω.

English (Autenrieth)

wound.

Greek Monolingual

και ὠτέλλα, ἡ, Α
1. τραύμα, πληγή που δεν έχει ακόμη επουλωθεί («αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) τραύμα, πληγή, έλκος
3. σημάδι τραύματος, ουλή («καὶ τὰ μὲν ἔπαθεν, ὧν καὶ τὰς ὠτειλὰς εἶχεν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. της ίδιας σημ., όπως με λιθουαν. votis και votēfis, λεττον. vats, καθώς και με τους τ. που παραδίδει ο Ησύχιος γατείλαι
οὐλαί και βωτεάζειν
βάλλειν, οδηγούν στην ύπαρξη αρκτικού F. Το γεγονός, ωστόσο, ότι στην επική προσωδία δεν υπάρχουν ίχνη παρουσίας F οδήγησε στην αναγωγή της λ. σε αρχικό τ. ὀFaτελjα. Η σύνδεση, τέλος, της λ. με το ρ. οὐτάω «τραυματίζω» και με τη λ. ἄτη (< ἀFa-τη) δεν διευκολύνει σε τίποτε την ετυμολόγησή της].

Greek Monotonic

ὠτειλή: ἡ,
I. τραύμα πρόσφατο· δεῖξεν αἷμα καταρρέον ἐξ ὠτειλῆς, σε Ομήρ. Ιλ.· αἷμ' ἔτι θερμὸν ἀνήνοθεν ἐξ ὠτειλῆς, στο ίδ.
II. σημάδι τραύματος, πληγή, ουλή, σε Ξεν., Πλούτ., (αμφίβ. προέλ.).