ἀναπλέκω

Revision as of 12:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A enwreath, entwine, ὅρμοισι χέρας Pi.O.2.74; ἀ. τὰς τρίχας Poll.2.35:—Pass., IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C., in form ἀμπλ-), ib.5(2).514.10 (Lycosura):—Med., braid one's hair, Luc. Nav.3.    2 metaph., ἀ. ῥυθμόν AP11.64 (Agath.).    3 ἀναπεπλεγμένοι closely engaged, Plu.Brut.17.

German (Pape)

[Seite 202] um-, einflechten, ὅρμοις χέρας καὶ κεφαλάς Pind. Ol. 2, 82; την κόμην, das Haar aufflechten, Poll. 2, 35. – Med., Opp. H. 3, 470; sich einen Kranz winden, Luc. Piscat. 6 (Jacobitz act.); sich die Haare aufbinden u. flechten, Navig. 3; übertr., ῥυθμόν Agath. 24 (XI, 64).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλέκω: μέλλ. -ξω, πλέκω περί τι, περικοσμῶ, περιστέφω, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ κεφαλὰς Πινδ. Ο. 2. 135· ἀν. τὰς τρίχας Πολυδ. 2. 35: ἀπολ., κατὰ μέσ. τύπον, πλέκω τὴν κόμην μου εἰς πλόκαμον κρεμάμενον ὀπίσω, - «οἱ ἐλεύθεροι παῖδες ἀναπλέκονται [τὴν κόμην] ἔστε πρὸς τὸ ἐφηβικόν», Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 3. 2) μεταφ., ἀν ῥυθμὸν ὡς τὸ ὑφαίνειν Ἀνθ. Π. 11. 64, πρβλ. Χριστοδ. Ἔκφρ. 113. 3) ἀναπεπλεγμένοι, συμπεπλεγμένοι, «ἀνακατωμένοι», Πλουτ. Βροῦτ. 17.

French (Bailly abrégé)

enlacer, tresser.
Étymologie: ἀνά, πλέκω.

English (Slater)

ἀναπλέκω
   1 entwine ἄνθεμα, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους (O. 2.74)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. ἀμπλ- Mesom.2.12
I entrelazar, trenzar c. ac. ἄνθεμα ... ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους Pi.O.2.74, τὰς τρίχας Polyaen.8.26, Poll.2.35, de los rayos del sol περὶ νῶτον ... οὐρανοῦ ἀκτῖνα ... ἀμπλέκων Mesom.2.12
en v. pas. IG 5(1).1390.22 (Andania I a.C.), 5(2).514.10 (Licosura)
fig. ῥυθμὸν ἀνεπλέκομεν AP 11.64 (Agath.), διαλόγους D.H.Comp.p.133.6, ὕμνον Nonn.D.48.190.
II en v. med.
1 trenzarse el pelo Luc.Nau.3
c. ac. int. κρωβύλους D.H.Th.19.
2 mezclarse, combinarse ἀναπλέκεσθαι δὲ μᾶλλον γαληνότητι τὸν θυμόν Cyr.Al.M.70.1401D
en part. perf. entremezclados, aglomerados οἱ δ' ἀφειδῶς ἀναπεπλεγμένοι Plu.Brut.17, cf. Cyr.Al.M.75.528D.

Greek Monolingual

ἀναπλέκω και επικ. ἀμπλέκω)
1. πλέκω τα μαλλιά μου προς τα επάνω ή επιμελώς, καλοχτενίζω (στα αρχ. το μέσ
2. (για γραπτό λόγο) επεξεργάζομαι, καλλωπίζω, «χτενίζω»
(νεοελλ
1. ξαναπλέκωτα λυμένα μου μαλλιά
2. λύνω τα πλεγμένα μου μαλλιά, ξεπλέκω
αρχ.
1. πλέκω γύρω από κάτι, συμπλέκω
2. παθ. εμπλέκομαι, συμπλέκομαι.

Greek Monotonic

ἀναπλέκω: μέλ. -ξω,
1. περιστεφανώνω, σε Πίνδ. — Μέσ., πλέκω τα μαλλιά μου, σε Λουκ.
2. μεταφ. λέγεται για τη σύνθεση στίχων, σε Ανθ.
3. Παθ., ἀναπεπλεγμένος, στενά συνδεδεμένος, συμπεπλεγμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπλέκω: 1) обвивать (ὅρμοις χέρας καὶ κεφαλάς Pind.);
2) med. (sc. κόμην) заплетать себе волосы (οἱ παῖδες ἀναπλέκονται Plut.);
3) перен. плести, сочинять (ῥυθμόν Anth.).