συντήκω

Revision as of 13:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A fuse into one mass, [πῦρ] συντῆκον τὴν γῆν Antipho Soph.30; weld together, ὑμᾶς σ. καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτό Pl.Smp.192d; τὰ μόρια γόμφοις σ. Id.Ti.43a; συμμιγνύειν καὶ σ. τὰς ψυχάς Plu.2.156c.    2 dissolve, liquefy, σ. καὶ διακρίνειν Thphr.CP6.13.2; melt down, στέαρ PRev.Laws 50.17 (iii B.C.); consume, αὐτὰ ἑαυτά Arist.Long.466b29.    3 metaph., cause to waste or pine away, ἐμὲ συντήξουσι νύκτες ἡμέραι τε δακρύοις E.IA398 (troch.); τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον Id.Med.25.    II Pass. συντήκομαι, aor. 1 συνετήχθην, aor. 2 συνετάκην [ᾰ]: intr. pf. Act. συντέτηκα:—to be fused into one mass, συγχυθέντων καὶ συντακέντων Plu.2.395c; ᾠοῦ λέκιθος τούτοις . . διὰ μέλιτος . . συντακεῖσα Sor.2.13; ἄλειμμα τὸ δι' ἐλαίου... συντακέντος ὀλίγου κηροῦ Id.1.121: metaph., c. dat., become absolutely one with . ., γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις . . ἀλόχοιο E.Supp.1029 (lyr., dub.l.); κακὸς κακῷ συντέτηκε Id.Fr.296; ἀγαθὴ γυνὴ ἀνδρὶ συντέτηκε Id.Fr. 909.3; συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ Pl.Smp.192e, cf. 183e.    2 melt away, dissolve, disappear, [ἴχνη] οὐ ταχὺ συντήκεται X.Cyn.8.1; σ. ὑπὸ τοῦ πυρός Pl.Ti.83b.    3 metaph., waste away, συντήκεσθαι ὑπὸ λιμοῦ Hp.VM11, cf. Thphr.Od.61(59), Sor.2.45, Gal.6.76; λύπαις, νόσῳ, E.El.240, Or.34, cf. 283, Med.689; πυρετοῖσι Aret.SD1.8.

Greek (Liddell-Scott)

συντήκω: μέλλ. -ξω, τήκω, «λυώνω» ὁμοῦ εἰς ἓν μῖγμα, συγχωνεύω, Λατιν. conflare, ὑμᾶς σ. καὶ ἐμφῦσαι εἰς τὸ αὐτὸ Πλάτ. Συμπ. 192Ε· τὰ μόρια γόμφοις σ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 43Α· συμμιγνύειν καὶ σ. τὰς ψυχὰς τοῖς σώμασι Πλούτ. 2. 156D. 2) τήκω, ὑγροποιῶ, διαλύω ὁμοῦ, καίειν τὴν γῆν καὶ σ. Ἀντιφῶν παρ’ Ἀρποκρ.· σ. καὶ διακρίνειν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 13, 2· ὑγροποιῶ ὁμοῦ, αὐτὰ ἑαυτὰ Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 10. 3) μεταφορ., κατατήκω, φθείρω, «λυώνω», ἐμὲ συντήκουσι νύκτες ἡμέραι τε δακρύοις Εὐρ. Ι. Α. 398· τὸν πάντα χρόνον συντήκουσι δακρύοις ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 25. ΙΙ. Παθ., συντήκομαι. ἀόρ. α΄ συνετήχθην, ἀόρ. β΄ συνετάκην [ᾰ] καὶ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., ἀμεταβ. πρκμ. ἐνεργ. συντέτηκα· ― τήκομαι καὶ σχηματίζω μίαν μᾶζαν, Πλούτ. 2. 395Β· μεταφορ., σ. τινι, συνενοῦμαι μετά τινος εἰς ἓν σύνολον, γαμέτας συντηχθεὶς ἀλόχῳ Εὐρ. Ἱκέτ. 1029· κακὸς κακῷ συντέτηκε ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 298· ἀγαθὴ γυνὴ ἀνδρὶ συντέτηκε Τραγικ. παρὰ Κλημ. Ἀλ. 621· συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ Πλάτ. Συμπ. 192Ε, πρβλ. 183Ε. 2) τήκομαι, ἐξαφανίζομαι, «χάνομαι», ἴχνη οὐ ταχὺ συντήκεται Ξεν. Κυν. 10, 1· σ. ὑπὸ τοῦ πυρὸς Πλάτ. Τίμ. 83Β. 3) φθείρομαι, καταστρέφομαι, «λυώνω», συντήκεσθαι ὑπὸ λιμοῦ Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12· σ. λύπαις, νόσῳ Εὐρ. Ἠλ. 240, Ὀρ. 34, πρβλ. αὐτόθι 283, Μήδ. 689· πυρετοῖσι Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8.

French (Bailly abrégé)

I. tr., excepté au pf.
1 faire fondre ensemble ; amalgamer, confondre, allier ou unir étroitement;
2 faire fondre, dissoudre ; fig. faire dépérir, acc.;
II. intr. (au pf. συντέτηκα et au Pass. ao. συνετήχθην, ao.2 συνετάκην) se dissoudre, s’effacer en parl. de traces de pas ; fig. se consumer, dépérir.
Étymologie: σύν, τήκω.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. λειώνω διάφορες ύλες μαζί για να δημιουργήσω κράμα, μίγμαἄλειμμα τὸ δι' ἐλαίου..., συντακέντος δι' ὀλίγου κηροῡ», Πλούτ.)
2. συγχωνεύω
νεοελλ.
λειώνω εντελώς
αρχ.
1. συγκολλώ με σύντηξη
2. διαλύω μαζί
3. φθείρω («τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον», Ευρ.)
4. καταναλίσκω, δαπανώ
5. παθ. συντήκομαι
α) εξαφανίζομαι, χάνομαι
β) μτφ. συνενώνομαι μαζί με κάποιον, γίνομαι ένα με κάποιον («ἀγαθὴ γυνὴ ἀνδρὶ συντέτηκε», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τήκω «λειώνω»].

Greek Monotonic

συντήκω: μέλ. -ξω,
I. 1. λιώνω μαζί δημιουργώντας ένα μίγμα, συγχωνεύω, διαλύω, Λατ. conflare, σε Πλάτ.
2. λιώνω εντελώς, διαλύω μαζί, υγροποιώ· μεταφ., κάνω κάτι να φθαρεί, να λιώσει, να διαλυθεί, σε Ευρ.
II. Παθ., συντήκομαι, αόρ. αʹ -ετήχθην, αόρ. βʹ -ετάκην [ᾰ]· και, με την ίδια σημασία, αμτβ. Ενεργ. παρακ. συντέτηκα·
1. λιώνω, τήκομαι και σχηματίζω μια μάζα· μεταφ. συντήκομαί τινι, συνενώνομαι με κάποιον και αποτελώ ενιαίο σύνολο, με δοτ., σε Ευρ., Πλάτ.
2. λιώνω, χάνομαι, εξαφανίζομαι, σε Ξεν.· μεταφ., φθείρομαι, μαραίνομαι, αφανίζομαι, χάνομαι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συντήκω: (к 7-10: pf. συντέτηκα; pass.: aor. 1 συνετήχθην, aor. 2 συνετάκην)
1) сплавлять (τινὰς εἰς τὸ αὐτό Plat.);
2) сливать, соединять (τὰς ψυχὰς τοῖς σώμασι Plut.): συντηχθείς τινι Eur. соединившийся с кем-либо (брачными узами);
3) растворять (τι Arst.);
4) изводить, изнурять (τινὰ δακρύοις Eur.);
5) истощать, сушить (τὸ ἧπαρ Plut.);
6) расходовать, тратить, проводить (τὸν πάντα χρόνον δακρύοις σ. Eur.);
7) растворяться, распускаться (ὑπὸ τοῦ πυρός Plat.);
8) сливаться, соединяться (τῷ ἐρωμένῳ Plat.);
9) стираться, сглаживаться, т. е. пропадать (τὰ ἴχνη συντήκεται Xen.);
10) чахнуть, сохнуть (νόσῳ Eur.).