ἐπίλυσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A release from, ἐ. φόβων δίδου A.Th.134 (lyr.): abs., exemption from banishment, SIG306.51 (Arc., iv B.C.). 2. solution, σοφισμάτων S.E.P.2.246; explanation, 2 Ep.Pet.1.20, Vett. Val.172.3 (pl.), Hld.1.18, 4.9, Iamb.Protr.21 (pl.). 3. discharge, of a debt, δοῦναί τισιν ἐ. PEleph.27.23 (iii B.C.), cf. PGrenf.2.26.27 (ii B.C.). 4. spell, PMag.Leid.W.25.11, al. 5. Medic., change of dressing, Sor.1.28(pl.), Gal.18(2).838(pl.), Paul.Aeg.4.48.
German (Pape)
[Seite 959] ἡ, die Lösung, Befreiung wovon, ἐπίλυσιν φόβων δίδου Aesch. Spt. 124; τῶν σοφισμάτων, Auflösung, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 246.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίλῠσις: -εως, ἡ, (ἐπιλύω) ἀπαλλαγὴ ἔκ τινος, ἐπίλυσιν πόνων, ἐπίλυσιν δίδου Αἰσχύλ. Θήβ. 134. 2) λύσις, ἔλεγχος, σοφισμάτων Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 246· ἐξήγησις, ἑρμηνεία, τῶν ὀνειράτων Ἡλιόδ. 1. 18, πρβλ. 4. 9, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρου α΄, 20· ἀνασκευή, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 400Β. 3) ἐπὶ νηστείας, = κατάλυσις, Εὐσεβ. Π. 492Α, Β. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπίλυσιν, ἔφοδον».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’échapper à, gén..
Étymologie: ἐπιλύω.
Spanish
English (Strong)
from ἐπιλύω; explanation, i.e. application: interpretation.
English (Thayer)
ἐπιλύσεως, ἡ (ἐπιλύω, which see), a loosening, unloosing (German Auflösung); metaphorically, interpretation: γίνομαι, 5e. α. (Aq.; Heliodorus 1,18; but not Philo, vita contempl. § 10, where ἐπιδειξεως was long ago restored.)
Greek Monotonic
ἐπίλῠσις: -εως, ἡ, απαλλαγή από κάτι, με γεν., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίλῠσις: εως ἡ1) освобождение: ἐ. φόβων Aesch. избавление от страха, успокоение;
2) (раз)решение, опровержение (σοφισμάτων Sext.);
3) разъяснение (sc. τῆς προφητείας NT).