καταμαρτυρέω

Revision as of 22:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A bear witness against, τινος Antipho 2.4.10, D.19.120, 29.9, Mitteis Chr.31v33 (ii B.C.), etc.; κατά τινος D.28.3, etc.: c. acc. rei, ψευδῆ κ. τινός Id.45.46 (Docum.), 29.2, Is.5.12, cf. Ev.Matt.26.62: abs., αὐτὸ τὸ ψήφισμα τῆς βουλῆς—μαρτυρήσει Lys.13.28:—Pass., have evidence given against one, μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς Antipho2.4.7; κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ to be convicted, Aeschin. 1.90.    2 Pass., of evidence, to be given against one, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Is.5.25, cf. 6.15: abs., D.29.55.    II assert concerning, οὐδὲν κ. τῶν οὐ παρόντων Plot.5.5.13.    III Astrol., exercise malign influence over, 'aspect', Vett.Val.104.2.

German (Pape)

[Seite 1362] gegen Einen ein Zeugniß ablegen, zeugen, τινός, Antiph. 2 β 8. 5, 12; Lys. 12, 47 u. öfter, u. andere Redner; c. inf., Dem. τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα λαβεῖν; wer zeugt gegen mich, daß ich mich habe bestechen lassen? 19, 120; κατ' ἀλλήλων καταμαρτυροῦσι 28, 3; ψευδῆ τινος 29, 2, wie Is. 5, 12. – Pass., ἅ καταμαρτυρεῖ. ται αὐτοῦ, was gegen ihn gezeugt wird, Is. 5, 25; καταμαρτυρηθείς, Einer, gegen den ein Zeugniß abgelegt wird, Antiph. 2 δ 7; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, gegen den sein eigenes Leben Zeugniß ablegt, Aesch. 1, 90; vgl. Dem. 29, 55.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαρτῠρέω: μαρτυρῶ, φέρω μαρτυρίαν ἐναντίον τινός, τινὸς Ἀντιφ. 120. 17, Λυσ. 132. 23, κτλ.· κατά τινος Δημ. 836. 25, κτλ.·― μετ’ αἰτ. πράγμ., ψευδῇ κ. τινος ὁ αὐτ. 1115· ἐν τέλ., πρβλ. 844. 18, Ἰσαῖ. 51. 37· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρφ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν Δημ. 839. 2, πρβλ. 377. 25., 847. 11.― Παθ., μαρτυρία δίδοται ἐναντίον μου, ὁ αὐτ. 860. 26· μὴ πιστῶς καταμαρτυρηθείς, καθ’ οὗ μαρτυρία ἐγένετο, Ἀντιφ. 120. 6· κ. ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ, αὐτὸς ὁ βίος του εἶναι μαρτυρία ἐναντίον του, Αἰσχίν. 13. 3. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ τῆς μαρτυρίας ἥτις φέρεται ἐναντίον τινός, ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Ἰσαῖ. 53. 20, πρβλ. 57. 42· κ. τἀληθῆ Δημ. 860. 26. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 468…

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 porter témoignage contre : τινος contre qqn;
2 Pass. être accablé par des témoignages.
Étymologie: κατά, μαρτυρέω.

English (Strong)

from κατά and μαρτυρέω; to testify against: witness against.

English (Thayer)

καταμαρτύρω; to bear witness against: τί τίνος, testify a thing against one (Buttmann, 165 (144), cf. 178 (154)), R G in Job 15:6; among Greek writings especially by the Attic orators.)

Greek Monotonic

καταμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω,
1. μαρτυρώ εναντίον, τινός ή κατά τινος, σε Ρήτ.· με αιτ. προσ. και απαρ., καταμαρτυροῦσιν αὐτὸν λαβεῖν, σε Δημ. — Παθ., δίνεται μαρτυρία εναντίον μου, στον ίδ.
2. Παθ. επίσης, λέγεται για μαρτυρική κατάθεση η οποία δίνεται εναντίον κάποιου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καταμαρτῠρέω: (против кого-л.) давать свидетельские показания, свидетельствовать, показывать (τί τινος Lys., Dem., NT, Plut. и κατά τινος Dem.): τίς μου καταμαρτυρεῖ δῶρα λαβεῖν; Dem. кто показывает против меня, будто я брал взятки?; ψευδῆ τινος κ. Dem. ложно свидетельствовать против кого-л.; ἃ καταμαρτυρεῖται αὐτοῦ Isae. то, что показывают против него; καταμεμαρτυρημένος ὑπὸ τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ Aeschin. уличенный собственной своей жизнью.