παίδευσις

Revision as of 13:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A process or system of education (παιδείας παράδοσις Pl.Def.416a), Hdt.4.78, 6.128, Ar.Nu.986, 1043; τροφὴ καὶ π. Pl.Criti.110c, R.424a; ξενικὴν π. παιδεύειν Id.Hp.Ma.284c; τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους π. his education by virtue, X.Mem.2.1.34; (Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς π. τῆς ἡμετέρας μετέχοντας Isoc.4.50, cf. 3.57; ἡ περὶ τοὺς λόγους π. instruction in rhetoric, Id.11.49: in pl., τροφαὶ καὶ -σεις Pl.Lg. 926e.    2 its result, culture, learning. Ar.Th.175, Antipho Soph. 60, Isoc.9.78, Pl.Prt.349a, Arist.Rh.1399a13.    3 instructing, coaching, priming of witnesses, ἐκ παιδεύσεως, v.l. for ἐκ παρασκευῆς in D.34.48.    II means of educating, τὴν πόλιν πᾶσαν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι is the school of Greece, Th.2.41.    III in late Gr., ἡ σὴ, ἡ ὑμετέρα π., form of address to members of the learned professions, Stud.Pal.20.129.13 (v A. D.), POxy.1165.2 (vi A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, das Erziehen; Ar. Nubb. 986; ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως, die durch das Erziehen und Unterrichten gewonnene Bildung, Thesm. 175; καὶ τροφαί, Plat. Legg. XI, 926 e; διώκει τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν, die Erziehung des Herakles durch die Tugend, Xen. Mem. 2, 1, 34. Bei Thuc. 2, 41, τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι, wie wir sagen: die Schule Griechenlands. – Auch Sp., παιδεύσεως ἐπ' αὐτοὺς δεόμεθα, Luc. Gymnas. 20.

Greek (Liddell-Scott)

παίδευσις: ἡ, (παιδεύω) ὡς καὶ νῦν, τὸ ἐκπαιδεύειν, ἐκπαίδευσις (παιδείας παράδοσις Πλάτ. Ὅροι 416Β), σύστημα ἐκπαιδεύσεως, Ἡρόδ. 4. 78., 6. 128, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 986, 1043˙ τροφὴ καὶ π. Πλάτ. Κριτ. 110C, πρβλ. 424Α˙ ξενικὴν π. παιδεύειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζονι 284C˙ τὴν ὑπ’ ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν, τὴν ὑπὸ τῆς ἀρετῆς ἐκπαίδευσιν αὐτοῦ, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 34· Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς π. τῆς ἡμετέρας μετέχοντας Ἰσοκρ. 51Α, πρβλ. 38Ε˙ ἡ περὶ τοὺς λόγους π., διδασκαλία τῆς ῥητορικῆς, ὁ αὐτ. 231Α˙ - ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 926Ε. 2) τὰ ἀποτελέμσατα τῆς ἐκπαιδεύσεως, διανοητικὴ διὰ τῶν γραμμάτων ἀνάπτυξις, γνώσεις, παιδεία, Ἀριστοφ. Θεσμ. 175, Πλάτ. Πρωτ. 349Α, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 14. 3) διδασκαλίαπροδιάθεσις τῶν μαρτύρων, Δημ. 921. 21. ΙΙ. μέσον παιδεύσεως, παιδευτήριον, τὴν ἡμετέραν πόλιν Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι, τὸ σχολεῖον τῆς Ἑλλάδος, Θουκ. 2. 41.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’instruire des enfants, éducation, instruction;
2 école.
Étymologie: παιδεύω.

Greek Monotonic

παίδευσις: -εως, ἡ (παιδεύω
I. 1. εκπαίδευση, σύστημα εκπαίδευσης, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν, εκπαίδευση από την αρετή, σε Ξεν.
2. οι συνέπειες της μάθησης, παιδεία, μόρφωση, αγωγή, σε Αριστοφ., Πλάτ.
3. καθοδήγηση ή προκατασκευή μαρτύρων, σε Δημ.
II. μέσο εκπαίδευσης, τήν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι, η πόλη μας είναι σχολείο της Ελλάδας, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παίδευσις: εως ἡ
1) воспитание, обучение (τροφὴ καὶ π. Plat.): ξενικὴν παίδευσιν παιδεύειν Plat. воспитывать по-иностранному; ἡ περὶ τοὺς λόγους π. Isocr. обучение риторике;
2) образование, образованность, просвещение (παιδεύσεως καὶ ἀρετῆς διδάσκαλος Plat.);
3) очаг просвещения, школа: τὴν πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι Thuc. (Перикл сказал, что) все (афинское) государство - школа Греции.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παίδευσις -εως, ἡ [παιδεύω] opvoeding, opleiding, onderwijs:. τὴν ὑπ ’ Ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν de opvoeding die Heracles van Arete ontving Xen. Mem. 2.1.34. leerschool:. λέγω τήν... πᾶσαν πόλιν Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι ik durf te beweren dat heel onze stad een leerschool van Hellas is Thuc. 2.41.1. ontwikkeling, beschaving.

Middle Liddell

παίδευσις, εως, παιδεύω
I. education, a system of education, Hdt., Ar., etc.; τὴν ὑπ' ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν his education by virtue, Xen.
2. its result, culture, learning, accomplishments, Ar., Plat.
3. an instructing or priming of witnesses, Dem.
II. a means of educating, τὴν πόλιν τῆς Ἑλλάδος παίδευσιν εἶναι that our city is the school of Greece, Thuc.