θράσσω
English (LSJ)
Att. θράττω, pres. part. neut.
A θρᾶττον Pl.Phd.86e: aor.1 inf. θρᾶξαι A.Pr.628,E.Fr.600:—trouble, disquiet, Pi.I.7(6).39,A.l.c., Cratin.363, Pherecr.39, S.Fr.177, Hp.Mul.1.70, E.Rh.863, Pl. l.c., Phdr.242c, etc.:—Pass., ὑπὸ ἐδωδῆς θράττεσθαι Jul.Or.6.192a: aor.1 ἐθράχθη S.Fr.1055. 2 disturb, destroy, APl.4.255. 3 for pf. τέτρηχα, v. ταράσσω 11.
German (Pape)
[Seite 1216] att. θράττω, Zusammenziehung aus ταράσσω (w. m. vgl,), in derselben Bdtg, beunruhigen; ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος Pind. I. 6, 39; σὰς δ' ὀκνῶ θρᾶξαι φρένας, verwirren, Aesch. Prom. 651; ἐθράχθη wird aus Soph. frg. 812 angeführt; καί τί μου θράσσει φρένας Eur. Rhes. 863; λέγε, τί ἦν, ὅ σε αὖ θρᾶττον ἀπιστίαν παρέχει Plat. Phaed. 86 e, öfter; so auch bei Sp., vgl. Ruhnk. zu Tim. lex. Plat. p. 93; – ὡς μὴ θράξῃς, zerbrechen, Ep. ad. 235 (Plan. 255).
Greek (Liddell-Scott)
θράσσω: Ἀττ. θράττω: μέλλ. -ξω: ἀορ. ἀπαρ. θρᾶξαι (οὖχὶ θράξαι) Αἰσχύλ. Πρ. 628: - συντετμημένος τύπος τοῦ ταράσσω, ἐνοχλῶ, ἀνησυχῶ, Πίνδ. Ι. 7 (6). 56, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Ρήσ. 863∙ τί ἦν τὸ σὲ αὖ θρᾶττον Πλάτ. Φαίδωνι 86Ε, Φαίδρ. 242C, κτλ.∙ ἴδε Ruhnk Τίμ.: παθ. ἀόρ. ἐθράχθη, Σοφ. Ἀποσπ. 812∙ «θράττομαι∙ συντρίβομαι. συγκόπτομαι» Ἡσύχ. 2) καταστρέφω, ἀφανίζω, Ἀνθ. Πλαν. 255. 3) περὶ τοῦ πρκμ. τέτρηχα, ἴδε ἐν λ. ταράσσω ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
f. inus., ao. ἔθραξα, pf. ion. intr. τέτρηχα;
Pass. ao. ἐθράχθην;
causer du trouble, troubler : θράττει σε ὅτι XÉN tu es troublé de ce que.
Étymologie: cf. ταράσσω.
English (Slater)
θράσσω
1 trouble μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων (Boeckh e Σ: θραύσοι codd.) (O. 6.97) ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος (sc. με) (I. 7.39)
Greek Monolingual
θράσσω και αττ. τ. θράττω (Α)
1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ
2. καταστρέφω, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρᾱχ-jω, με παρακμ. τέτρη-χα (πρβλ. τέ-θνη-κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω-πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ' αυτής χρησιμοποιείται στον ενεστ. το συνών. ταράσσω.
ΠΑΡ. αρχ. θραγμός.
Greek Monotonic
θράσσω: Αττ. θράττω, μέλ. -ξω, απαρ. αορ. αʹ θράξαι·
1. συνηρ. αντί ταράσσω, ενοχλώ, ταράζω, ανησυχώ, σε Αισχύλ., Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.
2. καταστρέφω, αφανίζω, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θράσσω: атт. θράττω (ᾱ) (ион. pf. τέτρηχα; inf. aor. θράξαι или θρᾶξαι; aor. pass. ἐθράχθην) смущать, тревожить, расстраивать (τινά Plat.; φρένας Aesch.; ὁ ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος Pind.).
Frisk Etymological English
θράττω rommelig
Grammatical information: v.
Meaning: trouble, disquiet (Pi., Hp., Att.);
Other forms: Aor. θρᾶξαι (A., E.), pass. ἐθράχθη (S. Fr. 1055); perf. τέτρηχα intr. be troubled, unquiet (Il.).
Compounds: incid. with prefix, ἐν-, ὑπο-, ἐπι-,
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [251] [very uncertain] *dʰreh₂gʰ- ??
Etymology: Primary yot-present from *θραχ-ι̯ω, beside which the old perfect *τέ-θραχ-α (Schwyzer 702); the rarely occurring aorist forms θρᾶξαι, ἐθράχθη are innovations after the type πράσσω : πρᾶξαι a. o. for older ταράξαι (like δαμάσαι), to which the present ταράσσω (s. v.), with the same disyll. stem form as ταραχή; to τέ-τρηχ-α : ταραχ-ή cf. e. g. τέ-θνη-κα : θάνα-τος. A primary nominal formation with long stem as θράσσω, τέτρηχα is τραχύς raw, hard; s. v. There are no exact correcpondences ouside Greek. Bezzenberger BB 4, 320 adduced a widespread word for dregs, sediment, which occurs in varying form: Germ., e. g. ONord. dregg f., pl. dreggiar, Balt.-Slav., e. g. OLith. drãges pl., Alb. drā, prob. also Lat. fracēs, -um. Further one compares a large group in Baltic, which through its acute would agree with the Greek words, e. g. Lith. dérgiu, dérgti schlackerig sein (of the weather), get squalid etc. [but the acute is caused by the Lith. g < *g acc. to Winter-Kortlandt's law, and so does not agree with Greek]. (Here acc. to Specht KZ 59, 102 and 117 w. n. 3 also dìrgstu, dìrgti relax, get weak etc. (with dìrginu, dìrginti relax); but see the critical remarks in Fraenkel Lit. et. Wb. s. dìrginti and drėgti !. - More forms W.-Hofmann s. fracēs; and Fraenkel s. drãges; and Pok. 251; these forms are not clear. Cf. Bechtel Lex. s. ταράσσω.
Middle Liddell
[contr. from ταράσσω
1. to trouble, disquiet, Aesch., Eur., Plat., etc.
2. to destroy, ruin, Anth.