παρακαλύπτω

Revision as of 12:50, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

English (LSJ)

   A cover by hanging something beside, cloak, disguise, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plu.Demetr.52:—Med., cover one's face, Pl.R.439e, Plu.Alc.34; πρὸς τὸ δεινόν Id.Pomp.60 (Act. in same sense, Id.Per.35): metaph., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου veiling itself, Pl.R.503a, cf. Plu.2.370f; π. τὴν ἀλήθειαν Ph.2.196; set aside, ignore, τὸν θεόν ib.189.

German (Pape)

[Seite 481] bedecken, verhüllen, eigtl. indem man Etwas daneben, davor hält, auch übertr.; Plat. Rep. VI, 503 a; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρακᾰλύπτω: καλύπτω, ἀναρτῶν τι πλησίον, σκεπάζω, κρύπτω, ὑποκρύπτω, τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Πλουτ. Δημήτρ. 52. - Μέσ., καλύπτω τὸ πρόσωπόν μου, Πλάτ. Πολ. 439Α, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34· πρὸς τὸ δεινὸν ὁ αὐτ. ἐν Πομπ. 60· μεταφορ., παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου, κρυπτομένου, ὑποκρυπτομένου, Πλάτ. Πολ. 503Α, πρβλ. Πλούτ. 2. 370Ε.

French (Bailly abrégé)

couvrir, cacher;
Moy. παρακαλύπτομαι;
I. tr. voiler : τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν PLUT voiler la pensée sous les vapeurs de l’ivresse;
II. intr. 1 se voiler pour porter le deuil;
2 se cacher : πρὸς τὸ δεινόν PLUT fermer les yeux ou se voiler le visage en face du danger.
Étymologie: παρά, καλύπτω.

English (Strong)

from παρά and καλύπτω; to cover alongside, i.e. veil (figuratively): hide.

English (Thayer)

to cover over, cover up, hide, conceal: tropically, ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτῶν (it was concealed from them), a Hebraism, on which see in ἀποκρύπτω, b.), Plato, Plutarch, others).

Greek Monolingual

Α
(συν. μέσ.) παρακαλύπτομαι
1. καλύπτω κάτι κρεμώντας κάτι άλλο μπροστά του, αποκρύπτω, συγκαλύπτω, σκεπάζω
2. καλύπτω το πρόσωπο κάποιου
3. αδιαφορώ
4. μτφ. υποκρύπτομαι («καὶ ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ' αὐτοῦ ἵνα μὴ αἴσθωνται αὐτὸ [τὸ ῥῆμα]», ΚΔ).

Greek Monotonic

παρακᾰλύπτω: μέλ. -ψω, καλύπτω κρεμώντας κάτι δίπλα, σκεπάζω, κρύβω, σε Πλούτ. — Μέσ., καλύπτω το πρόσωπο κάποιου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

παρακᾰλύπτω: закрывать, скрывать, прятать (τὸ ῥῆμα παρακεκαλυμμένον ἀπό τινος NT): παρακαλύπτεσθαι πρὸς τὸ δεινόν Plut. закрыться или зажмуриться перед лицом опасности; παρεξιόντος καὶ παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου Plat. беглой и затуманенной речью, т. е. вскользь и скрывая (сущность дела); παρακαλύπτεσθαι τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν Plut. скрывать (затуманивать) свои мысли опьянением.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καλύπτω bedekken; overdr.:; π. τῇ μέθῃ τὴν διάνοιαν de geest benevelen met drank Plut. Demetr. 52.3; med. zijn gezicht bedekken; overdr.: παρακαλυπτομένου τοῦ λόγου terwijl de logos zich het hoofd bedekte Plat. Resp. 503a; ἦν παρακεκαλυμμένον ἀπ ’ αὐτῶν het bleef verborgen voor hen NT Luc. 9.45.

Middle Liddell

fut. ψω
to cover by hanging something beside, to cloak, disguise, Plut.:—Mid. to cover one's face, Plat.