ραθυμία

Revision as of 13:05, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ῥαθυμία, ΝΜΑ, και ραθυμία Ν, και ῥαθυμία Α ράθυμος
η ιδιότητα ή η κατάσταση του ράθυμου, απροθυμία για εργασία, οκνηρία, νωθρότητα, αμέλεια
νεοελλ.
1. κακή διάθεση, στενοχώρια, θλίψη
2. (στον τ. ραθυμιά) σφοδρή επιθυμία, αραθυμιά
αρχ.
1. η έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα
2. ευθυμία, τέρψη, διασκέδαση
3. απερισκεψίαῥαθυμία... τοῦ λόγου», Πλάτ.).