ματαιολογία

Revision as of 21:10, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

English (LSJ)

ἡ,

   A idle talk, Diogenian.Epicur.2.16, 1 Ep.Ti.1.6, Plu.2.6f, Vett.Val.150.24 (pl.), al., Porph.Abst.4.16.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιολογία: ἡ, τὸ ματαιολογεῖν, ματαία, ἀνόητος ὁμιλία, Πλούτ. 2. 6F, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vain ou sot langage, vain bavardage ; discours creux.
Étymologie: ματαιολόγος.

English (Strong)

from ματαιολόγος; random talk, i.e. babble: vain jangling.

English (Thayer)

ματαιολογιας, ἡ (ματαιολόγος), vain talking, empty talk (Vulg. vaniloquium): Plutarch, mor., p. 6f.; Porphyry, de abstin. 4,16.)

Greek Monolingual

η (ΑM ματαιολογία) ματαιολόγος
μάταιη, ανόητη ή άσκοπη ομιλία, κενολογία.

Russian (Dvoretsky)

μᾰταιολογία: ἡ пустая болтовня NT, Plut.

Chinese

原文音譯:mataiolog⋯a 馬台哦-羅居阿

詞類次數:名詞(1)

原文字根:空虛-安置(說著)

字義溯源:閒談,虛談,空言,虛浮的話;源自(ματαιολόγος)=說虛空話的),由(μάταιος)=虛妄的)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成,其中 (μάταιος)出自(μάτην)=徒然), (μάτην)出自(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作), (μασάομαι / μασσάομαι)又出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理)

同源字:1) (ματαιολογία)閒談 2) (ματαιολόγος)說虛空的話 3) (μάταιος)虛妄的 4) (ματαιότης)無益 5) (ματαιόω)成為虛空 6) (μάτην)徒然

出現次數:總共(1);提前(1)

譯字彙編

1) 虛談(1) 提前1:6