οἰκούριος

Revision as of 19:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

α, ον,

   A of or for housekeeping : hence οἰκούρια (sc. δῶρα), τά, wages, reward for keeping the house, S.Tr.542.    II keeping within doors : οἰκούρια toys to keep children within doors, to amuse them in their mother's absence, Hsch., Eust.1423.3 ; ἑταῖραι οἰκόριαι (Dor. for οἰκούριαι) female house-mates, Pi.P.9.19.

German (Pape)

[Seite 303] zum Hauswächter gehörig; οἰκούρια, Soph. Trach. 539, Lohn für die Hausbewachung. Nach VLL. auch Spielsachen, welche die Mütter, wenn sie das Haus verlassen, den Kindern geben, damit sie ruhig bleiben. Vgl. auch das dor. οἰκόριος oben.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκούριος: -ον, ὡσαύτως, -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν τοῦ οἴκου ἐπιμέλειαν· ἐντεῦθεν οἰκούρια (ἐξυπ. δῶρα), τά, μισθός, ἀμοιβὴ διὰ τὴν τοῦ οἴκου ἐπιμέλειαν, τοιάδ’ Ἡρακλῆς... οἰκούρι’ ἀντέπεμψε τοῦ μακροῦ χρόνου, «εὐχαριστήρια τῆς πολυχρονίου ἡμῶν οἰκουρίας» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 542. ΙΙ. οἰκούρια, παιγνίδια δι’ ὧν τὰ παιδία παρακινοῦνται να μένωσιν ἐντὸς τοῦ οἴκου καὶ διασκεδάζωσι κατὰ τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρὸς των, Εὐστ. 1423. 3· «τὰ ὑπὸ τῶν μητέρων προσφερόμενα τοῖς νηπίοις παίγνια» Ἡσύχ.· ἑταῖραι οἰκόριαι (Δωρ. ἀντὶ τοῦ οἰκούριαι), θήλειαι σύντροφοι, φίλαι ἢ θεράπαιναι, Πινδ. Π. 9. 35.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la garde d’une maison ; τὰ οἰκούρια (δῶρα) SOPH le salaire pour la garde d’une maison.
Étymologie: οἰκουρός.

English (Slater)

οἰκούριος ?
   1 ?looking after the house ἐφίλησεν οὔτε δείπνων οἰκουριᾶν μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (-ιῶν, -ιᾶν codd. contra metr.: οἰκοριᾶν Mosch.: οἰκοαρᾶν Wil.: v. Leumann, Hom. Wörter, 223̆{20}) (P. 9.19)

Greek Monolingual

οἰκούριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, δωρ. τ. οἰκόριος, -ία, -ον (Α) οικουρός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιμέλεια του σπιτιού
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ οἰκούρια
α) αμοιβή για την επιμέλεια του σπιτιού («τοιάδ' Ἡρακλής... οἰκούρι' ἀντέπεμψε τοῦ μακροῡ χρόνου», Σοφ.)
β.) παιχνίδια με τα οποία οι μητέρες παρακινούσαν τα νήπια να μένουν στο σπίτι και να διασκεδάζουν όταν αυτές απουσίαζαν
3. φρ. «ἑταῑραι οἰκόριαι» — γυναίκες σύντροφοι.

Greek Monotonic

οἰκούριος: -ον και -α, -ον,
I. αυτός που ανήκει στην ή προορίζεται για τη φροντίδα του σπιτιού· απ' όπου, οἰκούρια (ενν. δῶρα), τά, μισθός, αμοιβή για την επίβλεψη του σπιτιού, σε Σοφ.
II. περιορισμένος μέσα στο σπίτι, ἑταῖραι οἰκόριαι (Δωρ. αντί οἰκούριαι), ερωμένες ή δούλες που παρέμεναν μέσα στο σπίτι, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκούριος: дор. οἰκόριος 2 досл. связанный с охраной дома (см. οἰκούρια); перен. домашний (ἑταῖραι Pind.).

Middle Liddell

οἰκούριος, ον,
I. of or for housekeeping: hence οἰκούρια (sc. δῶρἀ, τά, wages, reward for keeping the house, Soph.
II. keeping within doors, ἑταῖραι οἰκόριαι (doric for οἰκούριαἰ female house- mates, Pind.