κνεφαῖος
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Ar.Ra.1350 (lyr.):—
A dark, Ταρτάρου βάθη A.Pr.1029, cf. E.Alc.593 (lyr.). 2 in the dark, κ. ἐλθών having come in the dark, i.e. at nightfall, Hippon.63; also, early in the morning, ἀνεφάνη κ. Ar.V.124, cf. Ra. l.c., Lys.327 (lyr.), etc.
German (Pape)
[Seite 1459] dunkel, finster; κνεφαῖά τ' ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη Aesch. Prom 1031; Ἀελίου κνεφαίαν ἱππόστασιν Eur. Alc. 595; κνεφαῖος ἀνεφάνη, in der Dämmerung kam er, Ar. Vesp. 124, vgl. Lys. 327; auch 2 Endgn, Ran. 1349. – Adv., Schol. Ar. Lys. 327.
Greek (Liddell-Scott)
κνεφαῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1350· (κνέφας)· ― σκοτεινός, ἀμαυρός, Ταρτάρου βάθη Αἰσχύλ. Πρ. 1029, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 593. 2) ἐν τῷ σκότει, κνεφαῖος ἐλθών, ἐλθὼν ἐν τῷ σκότει, δηλ. κατὰ τὴν νύκτα, Ἱππῶν. 37· ἀλλ᾿ ὡσαύτως, ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, κν. ἀνεφάνη Ἀριστοφ. Σφῆκ. 124, πρβλ. Βατρ. ἔνθ᾿ ἀνωτ., Λυσ. 327, κτλ. Ἐπίρρ. -ως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 327, πρβλ. κνέφας, σκοταῖος, καὶ ὡσαύτως δνόφος.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 obscur, sombre;
2 qui agit dans l’obscurité.
Étymologie: κνέφας.
Greek Monolingual
κνεφαῑος, -αία, -ον (Α) κνέφας
1. σκοτεινός, μαύρος («κνεφαῑα τ' ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη», Αισχύλ.)
2. αυτός που βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι τη νύχτα ή ο πολύ πρωινός (α. «κνεφαῑος ἐλθών», Ιππών.
β. «ὁ δ' ἀνεφάνη κνεφαῑος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», Αριστοφ.). Επιρρ. κνεφαίως (Α)
την ώρα που έχει σκοτάδι.
Greek Monotonic
κνεφαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (κνέφας),
1. σκοτεινός, σκιερός, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. στο σκοτάδι, νωρίς το πρωί, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κνεφαῖος -α -ον, f. ook -ος [κνέφας] donker, duister:; ἀμφὶ μὲν ἀελίου κνεφαίαν ἱππόστασιν bij de duistere stal van de zonnepaarden Eur. Alc. 592; κνεφαῖά τ ’ ἀμφὶ Ταρτάρου βάθη de duistere diepten rond de Tartarus Aeschl. PV 1029; pred. in het donker:. ὁ δ ’ ἀνεφάνη κνεφαῖος hij dook op in het donker Aristoph. Ve. 124.
Russian (Dvoretsky)
κνεφαῖος: и 2 темный, мрачный (Ταρτάρου βάθη Aesch.; Ἀελίου ἱππόστασις Eur.): κ. ἀνεφάνη Arph. он появился, когда (еще) было темно.
Middle Liddell
κνεφαῖος, η, ον κνέφας
1. dark, dusky, Aesch., Eur.
2. in the dark, early in the morning, Ar.