παραλληλόγραμμος

Revision as of 11:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A bounded by parallel lines, σχῆμα Str.4.1.3 : neut. as Subst., τὸ π. parallelogram, Euc.2 Def., Plu.2.1080c, etc.; κατὰ-γραμμον Ascl.Tact.11.7. Adv. -γράμμως Iamb. in Nic.p.27 P.

Greek (Liddell-Scott)

παραλληλόγραμμος: -ον, ὁ περιοριζόμενος ὑπὸ παραλλήλων γραμμῶν, Στράβ. 178· τὸ π., γεωμετρικὸν σχῆμα, Εὐκλείδ. 2 Ὁρισμ., Πλούτ. 2. 1080Β, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en forme de parallélogramme ; τὸ παραλληλόγραμμον PLUT le parallélogramme.
Étymologie: παράλληλος, γραμμή.

Greek Monolingual

-η, -ο / παραλληλόγραμμος, -ον ΝΑ
1. (για επιφάνειες) αυτός που έχει τις απέναντι πλευρές του παράλληλες
2. το ουδ. ως ουσ. το παραλληλόγραμμο
μαθημ. τετράπλευρο με τις απέναντι πλευρές του παράλληλες
νεοελλ.
1. φρ. α) «νόμος παραλληλογράμμου»
μαθημ. αρχή σύμφωνα με την οπόα το άθροισμα δύο διανυσμάτων, παριστάνεται γεωμετρικά από την διαγώνιο του παραλληλογράμμου που έχει συνεχόμενες πλευρές του τα παραπάνω διανύσματα
β) «ταυτότητα παραλληλογράμμου»
μαθημ. σε ένα παραλληλόγραμμο το άθροισμα τών τετραγώνων τών μηκών τών διαγωνίων του ισούται με το διπλάσιο του αθροίσματος τών τετραγώνων τών μηκών τών πλευρών του
γ) «παραλληλόγραμμο του Βατ» ή «αρθρωτό παραλληλόγραμμο»
(μηχαν.) παραλληλόγραμμο που σχηματίζεται από ράβδους συνδεδεμένες με αρθρώσεις
δ) «κανόνας παραλληλογράμμου»
φυσ. κανόνας, με την βοήθεια του οποίου είναι δυνατός ο προσδιορισμός του διανύσματος που αντιπροσωπεύει τη συνισταμένη δύο δυνάμεων και σύμφωνα με τον οποίο η συνισταμένη δύναμη παριστάνεται από την διαγώνιο του παραλληλογράμμου που έχει ως διαδοχικές πλευρές τα δύο διανύσμτα που πεγράφουν τις δύο δυνάμεις
ε) «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο»
μαθημ. παραλληλόγραμμο το οποίο έχει τις γωνίες του ορθές
2. το ουδ. ως ουσ. α) όργανο κατάλληλο για τη χάραξη παράλληλων ευθειών
β) όργανο σχεδιασμού το οποίο αποτελείται από δύο παράλληλους κανόνες, χάρακες
γ) ο παραλληλιστής.
επίρρ...
παραλληλογράμμως Α
σε σχήμα παραλληλογράμμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος + -γραμμος (< γραμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος].