ἰθύφαλλος

Revision as of 15:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A fascinum erectum, the phallos carried in the festivals of Bacchus, Cratin.14, etc.    II ode and dance performed at such festivals, Hyp.Fr.50, Duris 13J.    III one who danced in such dance, Hippoloch. ap.Ath.4.129d, Semus 20, Democh.2 J.: metaph., lewd fellow, D.54.14.

German (Pape)

[Seite 1246] ὁ, das aufgerichtete männliche Glied, VLL., das bei einigen Bacchusfesten in Processionen vorausgetragen wurde; auch die dasselbe trugen hießen so, u. die dazu gesungenen Lieder, Ath. XIV, 622 b; καὶ προσόδια καὶ χοροὶ καὶ ἰθύφαλλοι μετ' ὀρχήσεως καὶ ᾠδῆς ἀπήντων αὐτῷ VI, 253 d, vgl. IV, 129 d; Harpocr., der aus Hyperid. οἱ τοὺς ἰθυφάλλους ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ ὀρχούμενοι anführt. – Dem. nennt liederliche Leute so, 54, 14 ff.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύφαλλος: ὁ, fascinum erectum, τὸ ἐντεταμένον ἀνδρικὸν αἰδοῖον, ὃ ἔφερον ἐν ταῖς ἑορταῖς τοῦ Βάκχου, Κρατῖν, ἐν «Ἀρχιλόχοις» 12, κτλ. ΙΙ. τὸ ποίημα τὸ ἐπὶ τῷ ἱσταμένῳ φαλλῷ ᾀδόμενον, οὗ οἱ στίχοι ἀπετελοῦντο ἐκ καθαρῶς τροχαϊκοῦ βραχυκαταλήκτου διμέτρου, Ἕρμανος ἐν El. Metr. σ. 94. ΙΙΙ. «ἰθύφαλλοι, οἱ τοὺς ἰθυφάλλους ἐν τῇ ὀρχήστρᾳ ὀρχούμενοι» Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει· «οἱ ἰθύφαλλοι μετ’ ὀρχήσεως καὶ ᾠδῆς ἀπήντων αὐτῷ» Δημοχάρης παρ’ Ἀθην. 253C, 129D· φοροῦντες προσωπεῖον μεθυόντων καὶ ἐστεφανωμένοι εἰσερχόμενοι εἰς τὴν ὀρχήστραν, Σῆμος ὁ Δήλιος παρ’ Ἀθην. 622Β· - ὄνομα τοῦ Πριάπου, Συλλ. Ἐπιγρ. 5960· μεταφ., λάγνος, ἀσελγής, 1261. 17, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. phallus en érection qu’on portait aux fêtes de Bacchus;
II. p. suite 1 chant ou danse pendant ces fêtes;
2 qui prend part à ces fêtes ; p. ext. débauché.
Étymologie: ἰθύς, φαλλός.

Greek Monolingual

ὁ (Α ιθύφαλλος)
σηκωμένο πέος, ομοίωμα τεντωμένου πέους, το οποίο χρησιμοποιούσαν σε βακχικές γιορτές
αρχ.
1. το άσμα και ο χορός τών μετεχόντων στην πομπή προς τιμήν του Διονύσου
2. ο χορευτής που μετείχε σε βακχική γιορτή
3. επίθετο του Πριάπου
4. λάγνος, ασελγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + φαλλός.

Greek Monotonic

ἰθύφαλλος: ὁ, φαλλός που κρατιόταν στις εορτές του Βάκχου· μεταφ., λάγνος, ασελγής, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθύφαλλος: ὁ досл. культ. участник фаллических шествий, перен. распутник Dem.

Middle Liddell

ἰθύ-φαλλος, ὁ,
the phallos carried in the festivals of Bacchus: metaph. a lewd fellow, Dem.