αιμάσσω

Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αἱμάσσω)
νεοελλ.
1. είμαι ματωμένος, στάζω αίμα, αιμορραγώ
2. είμαι τραυματισμένος ψυχικά, υποφέρω
αρχ.
1. κηλιδώνω, περιβρέχω κάτι με αίμα
2. τραυματίζω, πληγώνω
3. έχω το χρώμα του αίματος
4. προκαλώ αιματηρό τέλος
5. (ως ιατρ. όρος) κάνω αφαίμαξη με φλεβοτομία
6. μέσ. ματώνω, μέ παίρνουν τα αίματα
7. παθ. αιματοκυλιέμαι, φονεύομαι, σφάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα.
ΠΑΡ. αρχ. αἱμαγμός, αἱμακτός, αἵμαξις.