διεξελαύνω

Revision as of 00:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Att. fut. -ελῶ: intr., A drive, ride, march through, abs., Hdt.1.187: c. acc. loci, δ. τὴν ἄνυδρον Id.3.11; τὰς πύλας Id.5.52, etc.; also κατὰ τὸ προάστειον Id.3.86; δ. ἐπὶ ἅρματος Id.7.100; δ. ἵππῳ τὸν πόρον Plu.Publ.19: c. gen. loci, δ. τῆς Ῥώμης Id.Cam.7.

German (Pape)

[Seite 619] (s. ἐλαύνω), ganz hindurch treiben, sc. ἵππον, στρατόν, ganz durchziehen, durchmarschiren; πᾶσαν τὴν χώρην, Her. 5, 29; πύλας 5, 52; ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἕκαστον 7, 100; κατά τι, 3, 86; ἵππῳ τὸν πόρον Plut. Popl. 19, u. oft; auch Ῥώμης, Com. 7.

Greek (Liddell-Scott)

διεξελαύνω: μέλλ. -ελάσω, Ἀττ. -ελῶ· ― ἀμεταβ. (πρβλ. ἐλαύνω), διαπερνῶ, διέρχομαι ἐφ’ ἁμάξης, ἔφιπποςπεζός, ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 187· μετ’ αἰτ. τόπ., δ. τὴν ἄνυδρον 3. 11· τὰς πύλας 5. 52, κτλ.· ὡσαύτως, κατὰ τὸ προάστειον 3. 86· δ. ἐπὶ ἅρματος 7. 100· δ. ἵππῳ τὸν ποταμὸν Πλούτ. Ποπλ. 19· ὡσαύτως μετὰ γεν. τόπ., δ. τῆς Ρώμης ὁ αὐτ. Καμ. 7.

French (Bailly abrégé)

f. διεξελῶ, ao. διεξήλασα;
1 s’avancer à cheval ou sur un char;
2 traverser à cheval ou avec une troupe, acc. ou gén..
Étymologie: διά, ἐξελαύνω.

Spanish (DGE)

1 cruzar, atravesar, franquear esp. accidentes o ext. geog., frec. a caballo o en barco τὴν ἄνυδρον Hdt.3.11, πύλας Hdt.5.52, cf. 1.187, κολώνας A.R.3.879, ἵππῳ ... τὸν ποταμόν Plu.Publ.19, cf. 2.250d, τὸ ὁπλιτικὸν ἕρκος Hld.10.28.5.
2 fact. hacer pasar, hacer cruzar c. διά y gen. ἔπεμπον τὸν θρίαμβον διὰ τῶν θεάτρων διεξελαύνοντες I.BI 7.131.
3 recorrer ἐπεθύμησε αὐτός σφεας διεξελάσας θεήσασθαι sintió deseos de recorrerlas (las filas) personalmente para pasar revista Hdt.7.100, c. gen. τῆς Ῥώμης Plu.Cam.7
abs. διεξελαυνόντων ... κατὰ τὸ προάστιον mientras transitaban por las afueras de la ciudad Hdt.3.86.

Greek Monolingual

διεξελαύνω (Α) εξελαύνω
διαβαίνω, διέρχομαι έφιππος, πεζός ή πάνω σε άμαξα.

Greek Monotonic

διεξελαύνω: μέλ. -ελάσω, Αττ. -ελῶ, εξορμώ, επιτίθεμαι, οδηγώ εναντίον, επελαύνω διαμέσου, διέρχομαι πεζός ή έφιππος, απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. τόπου, δ. τὰς πύλας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

διεξελαύνω: (fut. διεξελάσω - атт. διεξελῶ, aor. διεξήλασα) стремительно проноситься, проезжать (τὰς πύλας, πᾶσαν τὴν χώραν Hom. и τῆς Ῥώμης Plut.; ἵππῳ τὸν ποταμόν Plut.): δ. κατὰ τὸ προάστειον Her. проезжать по пригороду; διεξήλαυνε ἐπὶ ἅρματος παρὰ ἔθνος ἓν ἕκαστον Her. (Ксеркс) объезжал на колеснице национальные войска одно за другим.

Middle Liddell

fut. -ελάσω attic -ελῶ
to drive, ride, march through, absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt.