εὐτρεπής

Revision as of 15:26, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ές, (τρέπω) A readily turning: hence generally, prepared, ready, εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι E.Ba.440; τοὐμὸν εὐ. πάρα ib.844; εὐτρεπῆ… τὸν κοντὸν ποιοῦ Epicr.10.4; δεῖπνον εὐ. Antiph.80.12; ἄριστον Men.Pk.117; τούτων -πῶν γενομένων Plb.6.26.10; also of persons, εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς D.4.18; συνήγοροι… καθ' ἡμῶν εὐ. Id.21.112, cf. Com.Adesp.15.19 D.; εὐ. πρός τι D.H.2.3, Ph.1.174. Adv. εὐτρεπῶς, ἔχειν to be in a state of preparation, D.1.21.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρεπής: -ές, (τρέπω) εὐκόλως τρεπόμενος· καθόλου, ἕτοιμος, παρεσκευασμένος· συχνὸν παρ’ Εὐρ.· εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Βάκχ. 440· εὐτρ. παρεῖναι αὐτόθι 844, κ. ἀλλ.· οὕτως, εὐτρεπῆ... τὸν κοντὸν ποίει Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2· δεῖπνον εὐτρεπὲς Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 2. 12· εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς Δημ. 45. 2· συνήγοροι... καθ’ ἡμῶν εὐτρεπεῖς ὁ αὐτ. 551. 17· εὐτρ. πρός τι Διον. Ἁλ. 2. 3. - Ἐπίρρ. εὐτρεπῶς ἔχω, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, Δημ. 15. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
litt. qu’on peut tourner ou mettre en mouvement ; prêt, disponible.
Étymologie: εὖ, τρέπω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐτρεπής, -ές)
έτοιμος, παρασκευασμένος για κάποιο έργο
νεοελλ.
ναυτ. φρ. «ευτρεπής άγκυρα» — η άγκυρα που αναδύθηκε από τη θάλασσα, που απαλλάχθηκε από κάθε περιπλοκή της αλυσίδας της, που ξενέρισε, η νέτη.
επίρρ...
εὐτρεπῶς και -έως (Α)
φρ. «εὐτρεπῶς ἔχω» — είμαι έτοιμος, είμαι προετοιμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρέπω.

Greek Monotonic

εὐτρεπής: -ές (τρέπω), αυτός που εύκολα αλλάζει, που γυρίζει· γενικά, έτοιμος, προετοιμασμένος, σε Ευρ.· εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι, στον ίδ.· επίρρ., εὐτρεπῶς ἔχειν, είμαι προετοιμασμένος, προπαρασκευσμένος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρεπής: досл. надлежащим образом повернутый, т. е. находящийся в полной готовности, вполне готовый (τὰ πρὸς τὴν οἰκοδομίαν Arst.; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων Polyb.): τοὐμὸν εὐτρεπὲς ποιούμενος Eur. подготовив выполнение моей задачи; εὐ. παρεῖναι Eur. быть готовым.

Middle Liddell

εὐ-τρεπής, ές τρέπω
readily turning: generally, ready, Eur.; εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Eur.:—adv., εὐτρεπῶς ἔχειν to be in a state of preparation, Dem.

English (Woodhouse)

prepared, ready, in trim, ready to hand