ενδιατρίβω

Revision as of 14:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM ἐνδιατρίβω)
1. μένω κάπου για ένα χρονικό διάστημα («Ἀννίβας... ἐνδιέτριβε τῇ παρὰ τὸν Ἀδρίαν χώρᾳ», Πολ.)
2. (για λόγο) επιμένω στις λεπτομέρειες («διό μᾶλλον ἄν τις ἐνδιατρίψειε περί αὐτῶν», Αριστοτ.)
3. ασχολούμαι με κάτι, επιμένω, καταγίνομαι
αρχ.-μσν.
διαθέτω τον χρόνο μου, χρονοτριβώ, χασομερώ («χρόνον ἐνδιατρίψας τέ τινα περί τήν Ῥώμην»)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) συναναστρέφομαι
2. μακραίνω τον λόγο, περιττολογώ.