κύμινο
Greek Monolingual
το (AM κύμινον)
1. ετήσιο ποώδες φυτό της τάξης τών σκιαδανθών
2. ονομασία τών αποξηραμένων καρπών του φυτού αυτού που χρησιμοποιούνται ως καρύκευμα
νεοελλ.
φρ. «όσο να πεις κύμινο» ή «μέχρι να πεις κύμινο» — αμέσως, πάρα πολύ γρήγορα
αρχ.
παροιμ. «κύμινον ἔπρισεν» — λεγόταν για άνθρωπο τσιγγούνη, πολύ φιλάργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτ. προελεύσεως, πρβλ. ακκαδ. kamũnu(m), φοινικ. kmn κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. κυμινάς, κυμινάτον, κυμινεύω, κυμινώδης
μσν.
κυμίνινος.
ΣΥΝΘ. κυμινοδόκη, κυμινοδόκον, κυμινοδόχη, κυμινοθήκη, κυμινοκίμβιξ, κυμινοπρίστης, κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος, κυμινοπώλης, κυμινότριδος
μσν.
κυμινόθερμον].