λιμοκτονώ

Revision as of 19:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM λιμοκτονῶ, -έω)
πεθαίνω από πείνα, από ασιτία
νεοελλ.
στερούμαι τα αναγκαία προς το ζην, είμαι πάμπτωχος
μσν.-αρχ.
(μέσ.-παθ.) λιμοκτονοῦμαι, -έομαι
α) υποφέρω από λιμό
β) προκαλώ λιμοκτονία, κάνω κάποιον να πεθάνει υποβάλλοντάς τον σε ασιτία
αρχ.
θεραπεύω κάποιον επιβάλλοντάς του αυστηρή δίαιτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + -κτονῶ (< -κτόνος < κτείνω), πρβλ. ξενοκτονώ, τεκνοκτονώ].