αλογειό

Revision as of 10:28, 23 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=αναλογείο και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῖον)<br />εκκλησιαστικό κυρί...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αναλογείο και αναλογειό και αλογειό, το (ΑΜ ἀναλογεῖον)
εκκλησιαστικό κυρίως έπιπλο, επάνω στο οποίο τοποθετούνται τα βιβλία που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας ακολουθίας (βλ. και αναλόγιο)
νεοελλ.
ο χώρος γύρω από το αναλογείο (συνήθως υψηλότερος από το δάπεδο του ναού) όπου στέκονται οι ψάλτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλογεύς < ἀνάλογος < ἀναλέγω «διαβάζω ένα σύγγραμμα απ' την αρχή μέχρι το τέλος»].