προσποιούμαι
Greek Monolingual
προσποιοῦμαι, -έομαι, ΝΑ, και ενεργ. τ. προσποιῶ, -έω, Α
καμώνομαι, κάνω ότι..., προσπαθώ να φανώ διαφορετικός από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι (α. «προσποιείται ότι δουλεύει εντατικά» β. «προσποιούμενος τὸν ἡδόμενον», Φίλ.)
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) απομιμούμαι, μιμούμαι
2. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) προσποιημένος, -η, -ο
προσποιητός, πλαστός, ψεύτικος
αρχ.
1. προσάπτω, προσαρμόζω κάτι στον εαυτό μου («προσποιησάμενος ξύλινον πόδα», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με πρόσ.) παίρνω κάποιον με το μέρος μου, προσελκύω
3. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου χωρίς να μού ανήκει, σφετερίζομαι, οικειοποιούμαι
4. (με άρνηση) υποκρίνομαι ότι δεν έχω κάτι («δεῖ δέ, καὶ εἰ ἠδίκησαν, μὴ προσποιεῖσθαι», Θουκ.)
5. (το ενεργ.) α) παραχωρώ
β) βλάπτω, ζημιώνω.