προσαποδίδωμι

Revision as of 13:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A pay as a debt besides, ἀργύριον Hyp.Eux.17, cf. IG12.374.104,265, D.41.27 (Pass.); ἂν… δέῃ κέρματ' ἀποδοῦναι, προσαπέδωκεν Ἀττικά Diph.66.13: metaph., π. αἰσχύνην τοῖς ἐργασαμένοις Plu.2.20b. 2 Med., sell besides, Plb.31.22.4. II add by way of completing, ἐκεῖνο τοῖς εἰρημένοις D.H.Dem.54; αἰτίας, ἀποδείξεις, Ph.1.457,358; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ π. Plu.2.1100e, cf. Str.12.4.10, J.Ap.1.35; state further, Thphr. CP6.7.2, Demetr. Lac. Herc. 1055.13; add to a remedy, Dsc.1.30, 2.76.9; finish off a bandage, Gal.18(1).771,796, al.

German (Pape)

[Seite 751] noch dazu wiedergeben oder als Schuld abtragen, Dem. 41, 27, im pass., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποδίδωμι: πληρώνω ὡς ὀφειλὴν προσέτι, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξενίππου, ΙΙΙ, 17, Blass, Δημ. 1036. 13· ἂν δ’ αὐτὸν δέῃ κέρματ’ ἀποδοῦναι, προσαπέδωκεν Ἀττικὰ Δίφιλος ἐν «Πολυπράγμονι» 1. 13· μεταφορ., π. αἰσχύνην τινὶ Πλούτ. 2. 20Β. ― Μέσ., πωλῶ προσέτι, τι Διοδ. Ἐκλογ. 585. 9. ΙΙ. προσθέτω τι εἴς τι ὡς συμπλήρωμα, ἐκεῖνο τοῖς εἰρημένοις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 54· τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ πρ. Πλούτ. 2. 1100Ε, πρβλ. Στράβ. 566.

French (Bailly abrégé)

f. προσαποδώσω, ao. προσαπέδωκα, etc.
1 rendre ou acquitter en outre;
2 ajouter comme complément : τί τινι une ch. à une autre.
Étymologie: πρός, ἀποδίδωμι.

Greek Monolingual

Α ἀποδίδωμι
1. καταβάλλω κάτι ακόμη για να εξοφλήσω ένα χρέος
2. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα σε κάτι άλλο
3. προσθέτω σε φάρμακο
4. βεβαιώνω ακόμη περισσότερο
5. (σχετικά με επίδεσμο) αποπερατώνω, αποτελειώνω
6. μέσ. προσαποδίδομαι
πουλώ κάτι ακόμη.

Greek Monotonic

προσαποδίδωμι: μέλ. -δώσω,
I. πληρώνω ως παραπάνω οφειλή, σε Δημ.
II. προσθέτω κάτι ως συμπλήρωμα, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

προσαποδίδωμι:
1) сверх того отдавать, уплачивать Dem.;
2) добавлять (οὐδὲν παρά τι Arst.; τὰ λειπόμενα τῷ λόγῳ Plut.);
3) приписывать (τὴν αἰσχύνην καὶ βλάβην τινί Plut.);
4) med. продавать (τι Diod.).

Middle Liddell

fut. -δώσω
I. to pay as a debt besides, Dem.
II. to add by way of completing, Strab.