τρητός
English (LSJ)
ή, όν, (τετραίνω) A perforated, with a hole in it, λίθος Od. 13.77; ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν, prob. of inlaid bedsteads (cf. τορευτός), Il.3.448, cf. Od.1.440, al.; others expld. it of the holes through which the cords that supported the bedding were drawn, or of the holes in the bedposts which received the framework (ἐνήλατα), EM 765.3:—μελισσᾶν τρητὸς πόνος, i. e. the honeycomb, Pi.P.6.54; τρητά mortised, Pl.Plt.279e; τ. ὀστοῦν, opp. ἄτρητον, Arist.HA516a27; λίθαξ τ. pumice-stone, AP6.66 (Paul. Sil.); τ. δόνακες shepherd's pipes, ib.78 (Eratosth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ τετραίνω, διάτρητος, ἔχων ὀπήν, τρ. λίθος Ὀδ. Ν. 77· ὁ Ὅμ. συνήθως συνάπτει ἐν ἢ παρὰ τρητοῖς λεχέεσσιν, πιθ. ἐπὶ τορευτῶν κλινῶν (πρβλ. τορευτός), Ἰλ. Γ. 448, Ὀδ. Α. 440, κλπ.· ἕτεροι δὲ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὰς ὀπὰς καθ’ ἃς τὰ μέρη τῆς κλίνης ἐγομφοῦντο ἢ δι’ ὧν διήρχοντο τὰ σχοινία τὰ ὁποῖα ἐκτεινόμενα ἀνεῖχον κάτωθεν τὰ στρώματα, ἴδε Ὀδ. Ψ. 198· -τρητὸς μελισσῶν πόνος, δηλ. ἡ κηρήθρα, Πινδ. Π. 6, ἐν τέλ.· τὰ τρητὰ Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· τρ. ὀστοῦν, ἀντίθετ. τῷ ἄτρητον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3.7, 5· τρ. λίθαξ, ἡ κίσηρις, ἡ κοινῶς καλουμένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 66· τρ. δόναξ, αὐλὸς ποιμενικός, αὐτόθι 78.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 troué, percé : λίθος OD pierre trouée pour fixer les amarres d’un navire;
2 gravé, ciselé : τρητὸν λέχος IL, OD lit orné de ciselures ; sel. d’autres percé de trous pour l’ajustement des différentes parties du lit ou pour recevoir les sangles qui supportent le lit.
Étymologie: adj. verb. de τιτράω.
English (Autenrieth)
(τιτράω): bored, pierced with holes, perforated. Mooring stones had a hole through them to receive the cable, bedsteads were perforated for the bed-cord.
English (Slater)
τρητός
1 perforated μελισσᾶν τρητὸν πόνον (of a honeycomb) (P. 6.54)
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
γεμάτος τρύπες, διάτρητος (α. «ἐν τρητοῖσι λεχέεσσιν»
[πιθ.] σε κλίνες διακοσμημένες με γλαφυρό τρόπο ή, κατ' άλλους, σε κλίνες τών οποίων τα υποστηρίγματα είχαν οπές από τις οποίες περνούσαν οι ιμάντες που υποβάσταζαν τα στρώματα, Ομ. Ιλ.
β. «μελισσᾱν... τρητὸς πόνος» — η κηρήθρα τών μελισσών, Πίνδ.
γ. «λίθαξ τρητή» — η ελαφρόπετρα, Ανθ. Παλ.
δ. «τρητὸς δόναξ» — ποιμενικός αυλός, Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρη- της δισύλλαβης ρίζας τερη- (βλ. λ. τετραίνω, τιτρώσκω), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν + κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
τρητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τε-τραίνω· διάτρητος, αυτός που έχει τρύπες, σε Ομήρ. Οδ.· τρητὰ λέχεα, πιθ. σκαλιστές κλίνες, ή αυτές που έχουν οπές μέσα από τις οποίες διέρχονται τα σχοινιά που υποστηρίζουν το στρώμα· τρητὸς μελισσῶν πόνος, δηλ. κηρήθρα, σε Πίνδ.· τρητὴ λίθαξ, ελαφρόπετρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρητός: [adj. verb. к τιτράω
1) просверленный (λίθος Hom.);
2) снабженный отверстиями (δόναξ Anth.);
3) ноздреватый, пористый (λίθαξ Anth.);
4) резной (λέχος Hom., по по друг. = 2);
5) проколотый, т. е. сшитый: τὰ τρητά Plat. сшитое.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρητός -ή -όν [τετραίνω] doorboord.
Middle Liddell
τρητός, ή, όν verb. adj. of τετραίνω
perforated, with a hole in it, Od.; τρητὰ λέχεα, prob. inlaid bedsteads, or having holes through which the cords that supported the bedding were drawn:— τρητὸς μελισσῶν πόνος, i. e. the honeycomb, Pind.; τρ. λίθαξ pumice-stone, Anth.