κολπώδης

Revision as of 09:55, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

ες, A embosomed, embayed, τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Αὖλιν E.IA120, etc.; full of bays, θάλασσα D.C.48.50. 2 winding, παράπλους Plb. 4.44.7. II metaph., oflanguage, turgid, μηδὲν ἔχειν κ. D.H.Dem. 18.

German (Pape)

[Seite 1476] ες, = κολποειδής; τὰν κολπώδη πτέρυγ' Εὐβοίας Eur. I. A. 120; παράπλους Pol. 4, 44, 7; θάλασσα D. Cass. 48, 50; auch übertr. vom Styl, weitschweifig, D. Hal. iud. Dem. 18.

Greek (Liddell-Scott)

κολπώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων κόλπον ἢ λιμένα, τὰν κολπώδη… Αὖλιν Εὐρ. Ι. Α. 120, κτλ.· πλήρης λιμένων ἢ κόλπων, θάλασσα Δίων Κ. 48. 50. 2) ἑλικοειδής, Λατ. sinuosus, παράπλους Πολύβ. 4. 44, 7. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ λόγου, χαλαρός, διακεχυμένος, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 18.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui a beaucoup de golfes, de baies.
Étymologie: κόλπος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (AM κολπώδης, -ῶδες) κόλπος
αυτός που απαρτίζεται από πολλούς κόλπους («κολπώδη παράλια»)
νεοελλ.
όμοιος με κόλπο
αρχ.
1. αυτός που έχει λιμάνι ή είναι γεμάτος από λιμάνια
2. ελικοειδής («κολπώδη τὸν παράπλουν», Πολ.)
3. (για λόγο) πομπώδης.

Greek Monotonic

κολπώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει κόλπο ή λιμάνι, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολπώδης -ες [κόλπος] een baai vormend.

Russian (Dvoretsky)

κολπώδης:
1) изобилующий заливами (Αὐλίς Eur.);
2) извилистый (παράπλους Polyb.).

Middle Liddell

κολπ-ώδης, ες εἶδος
embosomed, embayed, Eur.